Του Μιχάλη Πουργουρίδη

Τον Τάκη Μουσαφίρη, τον ήξερα μεν ως συνθέτη μεγάλων επιτυχιών, κυρίως του Διονυσίου και του Μητροπάνου. Ποτέ, όμως, δεν έτυχε σε κάποιο μουσικό πρόγραμμα ή συναυλία να κάνουμε ένα ειδικό αφιέρωμα σε αυτόν, βάζοντας «μαζεμένα» κάποια από τα τραγούδια που έγραψε.

Παίζοντας τον «Ταξιτζή» του Διονυσίου, δεν είπαμε ποτέ «πάμε άλλο ένα τραγούδι του Μουσαφίρη» και να παίξουμε το «Εγώ να δεις», τους «Ξενύχτες», το «Σε μια στοίβα καλαμιές», ή το «Εγώ δεν ήμουνα αλήτης». Όταν ο συνθέτης έγραφε τα τόσο εμβληματικά τραγούδια του, είχε στο μυαλό του τους καλλιτέχνες και τις φωνές στους οποίους απευθυνόταν. Γι’ αυτό και ό,τι έγραψε «συνδέθηκε» με τη φωνή που το ερμήνευσε.

Τα τραγούδια για τον Στράτο ήταν γραμμένα για αυτόν, για τη φωνή του, την προσωπικότητα του, για το ύφος με το οποίο έγινε γνωστός κι αγαπήθηκε από τον κόσμο. Τα τραγούδια του Τάκη Μουσαφίρη, που έγραφε για τον Διονυσίου, ενίσχυαν το ρεπερτόριο ενός λαϊκού τραγουδιστή, του οποίου η εμφάνιση και μόνο στο πάλκο και την πίστα δημιουργούσε πανικό και τα γαρύφαλλα έπεφταν βροχή. «Εγώ ο ξένος» (1988), «Ένα λεπτό περιπτερά» (1990), «Ταξιτζής» (1986), «Λέγε με παλιόπαιδο» (1988) και τόσα άλλα, τα οποία έγιναν τρομακτικές επιτυχίες και σφράγισαν μια ολόκληρη εποχή.

Το ίδιο συνέβαινε και με τον Μητροπάνο, αλλά μια δεκαετία προηγουμένως, αφού ξεκινώντας από τον Δήμο Μούτση και τον Άγιο Φεβρουάριο το 1973, το μετέπειτα είδωλο τριών γενεών συνέδεσε τη φωνή του με κλασσικές αξέχαστες επιτυχίες. «Πες μου που πουλάν καρδιές»(1974), «Σε μια στοίβα καλαμιές»(1976), «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο»(1976), «Το σ αγαπώ δεν το λέω» (1976) είναι μερικά μόνο τραγούδια, από αυτά που καθιέρωσαν τον Μητροπάνο στους λάτρεις του λαϊκού τραγουδιού εκείνης της εποχής.

Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν οι γενιές που αγάπησαν και λάτρεψαν τον Μητροπάνο από τις συνεργασίες του με τον Μικρούτσικο και τον Τόκα να στραφούν σε παλαιοτέρων χρόνων ρεπερτόρια και να «ανακαλύψουν» και τα σπουδαία αυτά κομμάτια. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις μεγάλες επιτυχίες της Ρίτας Σακελλαρίου «Μια ζωή πληρώνω» (1980) και «Ένα τραγούδι πες μου ακόμα» (1979);

Άλλο σημαντικό στοιχείο, για το οποίο ξεχώρισε ο Τάκης Μουσαφίρης, είναι ο στίχος των τραγουδιών του, τον οποίο έγραφε σε πολλές περιπτώσεις ο ίδιος. «Εγώ ο ξένος», «Λέγε με παλιόπαιδο», «Μια ζωή πληρώνω», «Ένα τραγούδι πες μου ακόμα», «Πες μου που πουλάν καρδιές», «Σε μια στοίβα καλαμιές», «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο»,» «Εγώ δεν ήμουνα αλήτης», «Το σ αγαπώ δεν το λέω».

Διαβάζοντας τον στίχο του Τάκη Μουσαφίρη, μπορεί να θεωρήσουμε ότι είναι «Ακηπανικός». Δεν είναι ισάξιοι, αλλά ακολουθούσε την ίδια λιτότητα το ρυθμό και τη στιχουργική αρτιότητα. Έξυπνος, ευφυής, θυμόσοφος, γράφει γνήσια λαϊκή ποίηση αναγκάζοντας τον ακροατή μέσα από το κάθε τραγούδι να «πιεί νερό κατευθείαν από την πηγή».

Ο Τάκης Μουσαφίρης σίγουρα κατατάσσεται στους αρχιμάστορες του λαϊκού στίχου και του λαϊκού μας τραγουδιού. Βρίσκεται κι αυτός τώρα πια στη γειτονιά των αγγέλων, μαζί με τον Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Ζαμπέτα, Μητσάκη,Άκη Πάνου κ.α.

Ο Τάκης Μουσαφίρης είχε δηλώσει σε συνέντευξη του στον Ηλία Μπενέτο και στην εκπομπή του «Ένα μύθο θα σας πω»: «Όταν διηγείσαι τη ζωή σου, τι διηγείσαι; Τους τόπους που πήγες και τους ανθρώπους που γνώρισες. Ε, λοιπόν, εγώ έχω στην εσωτερική μου “εκκλησία”, οι εικόνες των “αγίων” είναι εικόνες τραγουδιστών που πέρασαν από τη ζωή μου. Και πήραν τα τραγούδια μου και τα ταξίδεψαν, τα πήγαν τα σπίτια σχεδόν όλων των Ελλήνων της Γης».

Δήλωσε πάλι ότι: «Όταν χορεύει κάποιος ζεϊμπέκικο, να τον κοιτάς στα μάτια». «Θυμάμαι είχα πει στον Στράτο: «Όταν χορεύει μόνος του κάποιος ζεϊμπέκικο και τεντώνει τα χέρια του σαν σταυρωμένος, σαν να θέλει να γίνουν φτερά και να πετάξει, να τον κοιτάς στα μάτια. Αυτός εκείνη την ώρα πνίγεται και σου ζητάει το χέρι σου να τον σώσεις. Είναι ιερή στιγμή το ζεϊμπέκικο, τα εννέα όγδοα, είναι ένα βήμα μετέωρο. Ποτέ μην κρίνεις πώς χορεύει ένας χορευτής όπως ποτέ μην κρίνεις πώς προσεύχεται ένας άνθρωπος».

O Τάκης Μουσαφίρης γεννήθηκε στα Γιάννενα στις 6.1.1938. Μεγάλωσε σε μουσική οικογένεια. Προτού μετακομίσει στην Αθήνα, έπαιζε σε ταβέρνες και κουτούκια των Ιωαννίνων. Και οι δύο γονείς του ήταν μουσικά καταρτισμένοι και του μετέδωσαν τις γνώσεις τους. Όλοι μαζί μετακόμισαν, για μια καλύτερη τύχη στην πρωτεύουσα όπου και έκανε τις πρώτες του μουσικές δουλειές. Στην Αθήνα ήταν σε μικρά ταβερνάκια και μπουάτ της Πλάκας, όπου τραγουδούσε μαζί με την κιθάρα του. Στη συνέχεια έδειξε και το δημιουργικό του ταλέντο γράφοντας τραγούδια, που έγιναν μεγάλες εμπορικές επιτυχίες.

Συνεργάστηκε με πολλούς Έλληνες τραγουδιστές, όπως οι Στράτος Διονυσίου, Δημήτρης Μητροπάνος, Ρίτα Σακελλαρίου, Μιχάλης Μενιδιάτης, Γιώργος Μαργαρίτης, Κατερίνα Στανίση, Δούκισσα, Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Πίτσα Παπαδοπούλου, Βίκυ Μοσχολιού, Τζένη Βάνου κ.α. Πέθανε στις 11 Μαρτίου 2021 από καρκίνο που τον ταλαιπωρούσε τους τελευταίους έξι μήνες.

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6