Πηγή φωτογραφίας: koutipandoras.gr

Του Μιχάλη Πουργουρίδη

Οι ξεχωριστοί καλλιτέχνες στο Ελληνικό Τραγούδι είναι λίγοι. Είναι αυτοί που όχι μόνο μουσικά-στιχουργικά-φωνητικά κατάφεραν να ακολουθήσουν μια «διαφορετική» πορεία, αλλά η στάση που κράτησαν απέναντι στη μουσική και την ίδια τη ζωή, τους έκανε να αφήσουν βαθιά τα χνάρια και τα αποτυπώματα τους στο πεντάγραμμο και γενικότερα στον πολιτισμό.

Ένας από αυτούς είναι και ο Νίκος Παπάζογλου. Ξεχωριστός γιατί κατάφερε μέσα στα τραγούδια του να συγκεράσει το μπουζούκι, τον μπαγλαμά και την ηλεκτρική κιθάρα. Ιδιαίτερος γιατί τον διέκρινε η συνθετική-στιχουργική-ενορχηστρωτική και ερμηνευτική ικανότητα.

Η διατήρηση του στούντιο («Αγροτικόν») στην Κάτω Τούμπα διευκόλυνε τον ίδιο αλλά και πολλούς μουσικούς στο να ηχογραφήσουν τραγούδια, χωρίς να χρειάζεται να «κατέβουν» στην Αθήνα. Χαρακτηριστική ήταν πάντα η φιγούρα του με τζιν παντελόνι-πουκάμισο και το κόκκινο φουλάρι. Ξεχωριστή ήταν η φωνή του, χωρίς να μιμηθεί κανέναν, κατάφερε να δημιουργήσει τη δική του «σχολή».

Βασικό στοιχείο, επίσης, ήταν ότι ποτέ δεν απαρνήθηκε την πόλη του, για να μετακομίσει μονίμως στην Αθήνα, κάτι που έκαναν πολλοί, όχι μόνο Θεσσαλονικείς, αλλά και από άλλες πόλεις καλλιτέχνες.

Η «Εκδίκηση της γυφτιάς» (1978) και τα «Δήθεν» (1979) δημιούργησαν τραγούδια με «σαρωτική» επιτυχία με το νεολαικό τραγούδι, να μην θυμίζει τίποτε από αυτό που ήταν παλιά. Ακολούθησαν τρείς προσωπικοί δίσκοι «Χαράτσι»(1984), «Μέσω νεφών»(1986), «Σύνεργα»(1990) με δικά του κυρίως τραγούδια.

Στα άλμπουμ αυτά σφραγίζει με έναν εντελώς διαφορετικό ήχο το Ελληνικό τραγούδι εκείνης της εποχής. Προκαλεί αίσθηση, τα τραγούδια του αγαπιούνται και παρασύρει μαζί του πολλούς νέους μουσικούς, που αργότερα θα ενταχθούν στο ρεύμα, που ξεκινά το 1993 και θα ονομαστεί «σύγχρονο έντεχνο Ελληνικό τραγούδι».

Όλος ο κόσμος τραγουδάει, «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν» τον «Αύγουστο», «Λεμόνι στη πορτοκαλιά», την χαρακτηριστική «Καρυάτιδα», το «Ένα κι ένα» το «Καλημέρα» το «Φύσηξε ο Βαρδάρης» με άρωμα Θεσσαλονίκης, τη «Ρωγμή του χρόνου» που «κόβει» σαν μαχαίρι και τα δύο χαρακτηριστικά ζεϊμπέκικα του δίσκου «Σύνεργα». Της Βάσως Αλαγιάννη «Απόψε σιωπηλοί» και του Παπάζογλου-Σιμώτα «Βαριά βαλίτσα».

Το 1990 ο Παπάζογλου τραγουδάει το «Θάνατο θέλω να ‘χω τραγικό καθώς αρμόζει σ’ έναν ποιητή μεγάλο» του «άγνωστου» τότε Ορφέα Περίδη και ταυτόχρονα χωρίς να το ξέρει προανάγγελλε τον δικό του θάνατο που θα επερχόταν 21 χρόνια αργότερα.

Τραγούδησε το αριστούργημα «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ» του Μ. Ρασούλη και της Β. Αλαγιάννη, ένα από τα ελάχιστα κομμάτια που αντιπροσωπεύουν τη χώρα και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ύμνοι με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική επανάσταση.

Με τη σαγηνευτική φωνή του, τη μουσική του ευφυία, τους ρυθμούς των τραγουδιών του και τους στίχους του, αντιμετώπιζε το τραγούδι ως «πολιτισμό της καθημερινότητας». Έδινε σημασία στη θεματική των τραγουδιών του, χωρίς να σκεφτεί τι είναι «πιασάρικο» και «παλιομοδίτικο». Τι «ακούγεται», τι «αρέσει», τι «πουλά» και τι «δεν αρέσει».

Μερικά από τα θέματα του ήταν: Μικρασιατική καταστροφή, η Θεσσαλονίκη και το περιβάλλον της, η παράδοση, Κύπρος, ξενιτιά, θάνατος, Ελληνική ιστορία, υπαρξιακά, κοινωνικά, έρωτας.
Τα τραγούδια του απέπνεαν την ευγένεια και την τρυφερότητα, την αποδοχή και την αγάπη για τη γυναίκα.

Έγραφε για ψυχαγωγήσει τον κόσμο, καταργώντας την απόσταση μεταξύ αυτού που παίζει και αυτού που ακούει. Οι συναυλίες του σε κάθε γωνιά της Ελλάδας τα καλοκαίρια μετατρέπονταν σε σπινθηροβόλες στιγμές στη συναισθηματική και ψυχική εμπειρία των ακροατών. Δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα ανάτασης σ έναν κόσμο που «επέστρεφε» στον τραγουδοποιό την αγάπη του, με ασταμάτητο χειροκρότημα.

Ο Παπάζογλου ήταν αυτός που «απενεχοποίησε» το λαϊκό τραγούδι που «συμφιλίωσε» τους «ροκάδες» με τους «παραδοσιακούς» και απελευθέρωσε το γυναικείο σώμα από την «ακινησία» του έντεχνου τραγουδιού. Έκανε τους ακροατές του , να «ακούνε μόνο την πενιά κι ο νους τους να ταξιδεύει». Η δημόσια παρουσία του συνοδευόταν πάντα με εντιμότητα ακεραιότητα και ήθος.

Αν και ισχυρή προσωπικότητα, βοηθούσε πάντοτε στην ανάπτυξη του πολιτισμού χωρίς να είναι «παράγοντας», χωρίς να στήνει εμπόδια σε άλλους, να συκοφαντεί, να κάνει «συναλλαγές», να ζητά δημόσιες επιχορηγήσεις, να εκμεταλλεύεται πολιτικές γνωριμίες.

«Ήταν παλικάρι… αυτόνομος… ανεξάρτητος… ένας πραγματικός κύριος…» Έμεινε αθάνατος για το μεγαλείο της ψυχής του, τη σεμνότητα και την αξιοπρέπεια.

Ήταν καμωμένος από την «πάστα» του ασυμβίβαστου. Αυτής που του «μιλούσε» μέσα του και του έλεγε πάντα «θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό».

Θάνατοι καλλιτεχνών, όπως του Νίκου Παπάζογλου, είναι ανεπούλωτοι για τον Ελληνικό Πολιτισμό και όχι μόνο για το τραγούδι, γιατί πολιτισμός δεν είναι μόνο η δημιουργία, αλλά και το αποτύπωμα της προσωπικότητας του δημιουργού. Κι ο Παπάζογλου «πάτησε γερά» και στα δύο.

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6