Πηγή φωτογραφίας: ogdoo.gr

Του Μιχάλη Πουργουρίδη

Ο Στράτος Διονυσίου υπήρξε ο τελευταίος λαϊκός τραγουδιστής. Μια βαριά, μεστή και ώριμη φωνή με καψούρικα τραγούδια, που σήκωνε το ποτήρι με το ποτό και άναβε την κάφτρα στο τσιγάρο. Ο Στράτος Διονυσίου έκανε πάντα μια στροφή και ξεχώριζε από τους υπόλοιπους τραγουδιστές. Αυτή η αυθεντική λαϊκή φωνή, με τα πρησμένα μάτια και τα μονίμως σουφρωμένα φρύδια κατάφερνε να κάνει συνεχώς ανοίγματα και να αποκτά καινούργιους φίλους και μάλιστα φανατικούς.

Ο Στράτος Διονυσίου τραγούδησε τα κομμάτια που ήθελε. Δεν έγινε ποτέ κλισέ, αλλά ήταν πάντα η πραγματικότητα και ως τραγουδιστής δεν είχε μιμητές. Δεν μπορούσε κανένας να ήταν ένας άλλος Στράτος Διονυσίου. Ήταν ο μεγάλος και αυθεντικός λαϊκός βάρδος σε ότι ερμήνευε, από απλά κομμάτια μέχρι και τα πιο δύσκολα. Ήταν ο στίχος και η μουσική του καημού, της ψυχής, πάντα ζωντανά μέσα στα χρόνια, που από τις πρώτες νότες των τραγουδιών του ήθελες να σηκωθείς και να δώσεις μια στροφή. Και ‘κει που κάποια τραγούδια του Στράτου τα χόρευες, άλλα τραγούδια του τα άκουγες καθιστός με το ποτό στο τραπέζι, το τσιγάρο στο τασάκι και το χέρι στο μάγουλο.

Ο Στράτος είπε τραγούδια χωρισμού, φυγής, αποχαιρετισμού, τραγούδια που δεν χωρούσαν καν αντίο. Τραγούδια πίκρας, χαράς και λύπης. Ο Στράτος είπε τραγούδια για τη νύκτα για το ξημέρωμα και για την ίδια τη ζωή, που έχει τους νόμους αλλά και τις παρανομίες της. Ο Στράτος τραγούδησε τον «Παλιατζή» και το «Ταξιτζή». Τον «Ξένο» και τον «Σαλονικιό». Τον «Περιπτερά» και τον «Σταθμό του Μονάχου». Το «Άκου βρε φίλε» και «Της γυναίκας η καρδιά». Ο Στράτος τραγούδησε την τρέλα και τη λογική, την πίκρα και τον πόνο, τη νύχτα και το ξημέρωμα. Την τύχη και ατυχία, το ψέμα και την αλήθεια.

Ο Στράτος τραγούδησε την γυναίκα καλύτερα από τον καθένα. Μέσα από τους στίχους στα τραγούδια του έδινε συμβουλές, είχε άποψη, άνοιγε την ψυχή του, αλλά παράλληλα μπορούσε να κατεβεί τόσο χαμηλά όταν το ήθελε και το αποφάσιζε, για να ξαναβρεί την αγάπη, τον έρωτα, τη φιλία και να νιώσει ότι ο φίλος ή η γυναίκα είναι κοντά του και τον κρατά. Πάνω απ’ όλα και πάντα… ΚΥΡΙΟΣ… όπως ντυνόταν, συμπεριφερόταν, μιλούσε, τραγουδούσε και ερχόταν… έτσι έφευγε… ΚΥΡΙΟΣ…

Οι ερμηνείες του πάντοτε συγκλονιστικές έως σπαρακτικές. Στα 1970 στο έργο «Ορατότης μηδέν» με τον Νίκο Κούρκουλο, ο πρωταγωνιστής του έργου και ήρωας της σκηνής βάζει φωτιά σε όλα τα υπάρχοντα του που έχει βγάλει η σπιτονοικυρά του έξω στην αυλή λόγω απλήρωτων ενοικίων. Η σκηνή από μόνη της υποδηλώνει την απογοήτευση του τραγουδιστή από όλο τον κόσμο, αλλά και την αδιαφορία του για όλα όσα συμβαίνουν γύρω του. 

Ο Πλέσσας και ο Παπαδόπουλος με αυτό το τραγούδι τον «έσπρωξαν» στο ευρύ κοινό. Μέχρι τότε ήταν ο λαϊκός βάρδος, που τραγουδούσε κάτι μεταξύ ρεμπέτικου και λαϊκού.

Δεν συνέχισε, όμως, πάνω σε αυτό. Στο εύκολο τραγούδι. Το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» δεν το λες εύκολο, αλλά «σουξεδιάρικο». Είναι κομμάτι του καημού, της ψυχής, πάντα ζωντανό μέσα στα χρόνια, αν και έχασε την αίγλη του γιατί έγινε σε πολλές περιπτώσεις το «must» του ζεϊμπέκικου. Ως ρυθμός κι επειδή δεν είναι ούτε αργό ούτε γρήγορο, χορεύεται από πολλούς.

Αυτό το «πρέπει» να σηκωθώ να ρίξω τη στροφή μου όταν το ακούω. Λάθος. Είναι τραγούδι του αποχαιρετισμού. Είναι τραγούδι που νιώθεις ότι μπορεί να «έχασε» την πορεία του μέσα στον χρόνο, πως γράφτηκε για όλο τον κόσμο, αλλά δεν ήταν ποτέ για την πλειοψηφία. Όπως ένα άλλο, πάλι του αποχωρισμού, από αυτά που ζητιούνται πάντα με την ίδια λαχτάρα και χορεύονται με το ίδιο πάθος. «Πέταξα τα σκεπάσματα, και φόρεσα ότι βρήκα και μες τη νύχτα με βροχή τρεις παρά δέκα βγήκα».

Ο λαϊκός τραγουδιστής βρισκόταν στην κορυφή του ελληνικού πενταγράμμου και πολλά από τα κομμάτια που ερμήνευσε διέλυσαν τα ρεκόρ πωλήσεων και πέρασαν στην ιστορία, όπως για παράδειγμα «Ο Παλιατζής», «Μπαγλαμάδες και μπουζούκια», «Αητός αητό μεγάλωνε», «Αγάπη μου επικίνδυνη», «Αφιλότιμη», «Εγώ να δεις» ενώ πολλά τραγούδια έγιναν πρώτα επιτυχίες στα μαγαζιά που εμφανιζόταν και στην συνέχεια «γράφονταν» σε δίσκους.

Στο απόγειο της καριέρας του, ο Στράτος Διονυσίου πέρασε μία μεγάλη δοκιμασία, καθώς το 1973 έπειτα από έλεγχο της Αστυνομίας, ο Έλληνας τραγουδιστής μπήκε στην φυλακή. Έπειτα από τρία χρόνια, αποφυλακίστηκε και άμεσα θέλησε να επιστρέψει στο τραγούδι. Ωστόσο, η υστεροφημία του είχε υποστεί μεγάλο πλήγμα και καμία εταιρεία δεν ήθελε να τον έχει στο «δυναμικό» της. Έπειτα από πολλές πιέσεις του ίδιου, ο Μάκης Μάτσας του έδωσε την ευκαιρία και υπέγραψε συμβόλαιο με την «Μίνως» με δυσμενείς όρους για τον καλλιτέχνη.

Μάλιστα, στη συμφωνία υπήρχε ρήτρα, η οποία ανέφερε πως αν ο πρώτος δίσκος δεν ξεπερνούσε τις 30 χιλιάδες πωλήσεις, τότε το συμβόλαιο θα «έσπαγε», ενώ σε διαφορετική περίπτωση, θα είχε ισχύ για δύο ακόμα δίσκους με τους ίδιους όρους. Όμως, η επιστροφή του Στράτου Διονυσίου έσπασε τα ταμεία. Ο δίσκος «Υποκρίνεσαι» ξεπέρασε τις 100 χιλιάδες πωλήσεις σε λίγους μήνες και ο Έλληνας τραγουδιστής ξεκίνησε και πάλι την πορεία του για την κορυφή.

Τα τραγούδια που διάλεγε ο Στράτος να πει, ήταν στο κλίμα των γνήσιων λαϊκών κομμάτων, όχι αυτών που ξέρουμε, αλλά αυτών που μιλάνε κυρίως για τον έρωτα και που προορίζονταν «αυστηρά» για την πίστα νυχτερινού κέντρου. Κάθε καινούργια κυκλοφορία σήμαινε 100.000 πωλήσεις δίσκων κι ας μην ερμήνευε Χατζιδάκι ή Θεοδωράκη. Δεν είχε ποτέ τη ταμπέλλα του «ποιοτικού» τραγουδιστή, ούτε ενός από τους εκπρόσωπους του έντεχνου τραγουδιού. Ήταν, όμως, το αποκούμπι εκείνου που προδόθηκε από μια αγάπη, εκείνου που πικράθηκε, εκείνου που έχασε έναν έρωτα. Ήταν ο εκφραστής του άντρα που ήθελε να εξυμνήσει τη γυναίκα, αλλά και να την θεωρήσει υπεύθυνη για το κατάντημα του.

Ο Στράτος δεν ήθελε να είναι ποτέ κάτι διαφορετικό από εκείνο που πρεσβεύει. Ο Στράτος Διονυσίου ήταν το καθαρόαιμο λαϊκό τραγούδι. Ήταν το μπουζούκι, το πάλκο, και η νυχτερινή Αθήνα.

Το κέντρο ‘Στράτος’ στη Φιλελλήνων, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 γέμιζε κάθε βράδυ, η ουρά έφτανε μέχρι το Σύνταγμα. Το είχε ανοίξει τα Χριστούγεννα του 1987. Θαμώνες ήταν οι φίλοι και θαυμαστές του από όλη την Ελλάδα. Ακροατές του αυτοί που είχαν καημό και αγάπη για το λαϊκό τραγούδι. Δεν ήταν μόδα ο Διονυσίου. Ακόμα και όταν έγινε, στα τελευταία, λίγο πριν τον θάνατό του, ακόμα και όταν εμφανίστηκαν οι γούνες και τα κοσμήματα στα πρώτα τραπέζια, ο Διονυσίου τους έφερε άμεσα στα μέτρα του. Λίγο να άκουγες τα τραγούδια του, έβγαζες τη γούνα και ακουμπούσες στο τραπέζι την καρδιά σου.

Ο Στράτος Διονυσίου δεν είχε τη φωνή που «έσπαγε» τζάμια. Δεν ήταν Καζαντζίδης στον «λυγμό» ούτε ο Μπιθικώτσης στο «μέταλλο». Δεν αναφερόταν στην προσφυγιά, τη μάνα που έχασε το παιδί της, τον Έλληνα που έφυγε στην ξενιτιά, ούτε τη φτώχεια, την πείνα, τη μοίρα και την κακοριζικιά. Ο Διονυσίου ήταν μαγκιά. Το παχύ, χρυσό δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο, το τσιγάρο στο χέρι, ο ιππόδρομος, και το ξενύχτι μέχρι το πρωί.

Είναι από τις σπάνιες φορές που ένας καλλιτέχνης μπορούσε να αποτυπώσει τη ζωή του σε ένα τραγούδι. Με τη χροιά της φωνής του ο Στράτος Διονυσίου άπλωνε μπροστά σου όλα όσα έζησε. Ανοιχτό βιβλίο. Ερμήνευσε Τάκη Σούκα, Αντώνη Ρεπάνη, Απόστολο Καλδάρα, έγινε γνωστός με Μίμη Πλέσσα, έκανε τους καλύτερους δίσκους του με Άκη Πάνου, τραγούδησε Πάριο, Πολυκανδριώτη, Βοσκόπουλο, Μουσαφίρη. Αν εξαιρέσουμε την αρχή, όλα τα τραγούδια γράφτηκαν στα μέτρα του. Δεν θα μπορούσε να τα πει άλλος και δεν τα είπε ποτέ κανένας άλλος.

Τον Στράτο τον είδα τη δεκαετία του ’80, φοιτητής τότε στα Παλιά Δειλινά. Τον θυμάμαι να τραγουδά όρθιο, με το άσπρο του κοστούμι. Ντυμένο πάντα στην τρίχα. Σιδερωμένο, με τη γραβάτα του και με μαντηλάκι στο πέτο. Αν θέλεις αγαπητέ φίλε ή φίλη ν’ ακούσεις ένα τραγούδι και βρεις ότι έχει και εκτέλεση από τον Διονυσίου τότε άκου πρώτα αυτήν. Κι’ αν κάπου πέσεις σε συζήτηση για το «Άκου βρε φίλε», σίγουρα πρέπει να πεις ότι αυτό δεν είναι τραγούδι του Σφακιανάκη και πρωτίστως δεν είναι μπαλάντα.

Ο Στράτος Διονυσίου υπήρξε από τις στιβαρότερες και δυνατότερες φωνές μιας και επηρεασμένος μουσικά από τον ιεροψάλτη πατέρα του, απέκτησε μια βυζαντινή δωρικότητα, αξιοθαύμαστο μουσικό φαινόμενο στο λαϊκό μας πεντάγραμμο. Ο Τάκης Μουσαφίρης τον θεωρεί «Θεϊκό τραγουδιστή» μιας και ήταν ο μόνος στη δισκογραφία που ηχογραφούσε μία και έξω δίσκο μέσα σε λίγες ώρες καθιστώντας τον ανεπανάληπτο και αφήνοντας τους πάντες άναυδους. Ο Τάκης Σούκας έχει δηλώσει για τον Διονυσίου ότι «είναι ο μόνος τραγουδιστής που δεν έχασε ποτέ, ούτε για μια φορά στα τόσα χρόνια τον τόνο του!». Τη στιβαρότητα της φωνής του έχει μνημονεύσει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

Ο Στράτος Διονυσίου είχε υποσχεθεί πως θα τραγουδούσε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του και κάπως… έτσι γράφτηκε ο «επίλογος». Το βράδυ της 10ης Μαΐου του 1990 εμφανίστηκε στο μαγαζί του «Στράτος», λίγες ώρες μετά την ηχογράφηση 9 νέων κομματιών, που συμπεριλήφθηκαν στον δίσκο «Ποιος άλλος».

Όμως, το πρωινό της 11ης Μαΐου έφυγε από την ζωή, έπειτα από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής σε ηλικία μόλις 55 ετών. Η κηδεία του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου χιλιάδες Έλληνες απέτισαν φόρο τιμής στον μεγάλο ερμηνευτή. Ένα μήνα μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησε ο τελευταίος του δίσκος που έκανε ρεκόρ πωλήσεων.

Από τα τέσσερα παιδιά του Στράτου, ο Άγγελος και ο Στέλιος Διονυσίου είναι επίσης τραγουδιστές. Η Τασούλα Διονυσίου απεβίωσε τον Απρίλιο του 2012 σε ηλικία 53 ετών, ενώ το τέταρτο παιδί, ο Διαμαντής Διονυσίου, ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία το χειμώνα του 2007 σε κέντρα της Αθήνας.

Σήμερα, το όνομά του φέρουν οδοί στα Τρίκαλα, την Λάρισα και τους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης. Ο Στράτος Διονυσίου μέχρι το τέλος της ζωής του δεν αναλώθηκε, δεν φθάρηκε, δεν αλλοιώθηκε, δεν παραστράτησε. Δεν χρειάστηκε να κάνει κάτι για να επιβιώσει σε έναν διαφορετικό καλλιτεχνικό κόσμο, που απλωνόταν μπροστά του. Έζησε μέχρι εκεί που χρειαζόταν να ζήσει. Ο Στράτος Διονυσίου γεννήθηκε και πέθανε λαϊκός. Μέγας, μάγκας, και αυθεντικός.

Πληροφορίες:
Γ.Κυριακόπουλος:οnsports.gr
Σ.Καραΐνδρος:oneman.gr
Wikipedia

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6