Του Μιχάλη Πουργουρίδη

Ένας καλλιτέχνης δεν κρίνεται μόνο από τη συλλογικότητα του έργου του, από την γκάμα των τραγουδιών που έγραψε, από αυτούς που τα ερμήνευσαν, από πόσους δίσκους (αριθμητικά) ηχογράφησε, ποιες συνεργασίες έκανε, σε πόσα θέατρα του εξωτερικού εμφανίστηκε και γενικά πόσο «βαριά» άφησε τα αποτυπώματα του στο ελληνικό τραγούδι.

Ο Σάκης Μπουλάς (11.3.54-21.2.2014) δεν ανήκε ποτέ σ αυτή την κατηγορία/ες, ήταν όμως από τους καλλιτέχνες που πάντα αγαπούσα, παρακολουθούσα και «μιλούσε» στη καρδιά μου.

Δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχωρίσω τις ιδιότητες του και να τις δω μία-μία, αλλά όλες μαζί «συναρμολογούσαν» έναν άνθρωπο ευαίσθητο, με χιούμορ, τόλμη, ταλέντο στην υποκριτική ,το τραγούδι, τη σύνθεση, τον στίχο.

Έναν άνθρωπο με διαύγεια πνεύματος, ετοιμόλογο, εργατικό, σεμνό, που πάντα ανταποκρινόταν στο είδος τέχνης που καλείτο να υπηρετήσει. Γι’ αυτό ο Σάκης Μπουλάς ήταν ένας πραγματικός καλλιτέχνης. 

Ανήκε σε μια παρέα στην οποία όλοι τους ήταν φίλοι και μαζί «έβγαζαν μια αύρα» την οποία ο θεατής κάθε φορά εισέπραττε.

Τα τραγούδια που έγραψε ο Σάκης Μπουλάς δεν διεκδίκησαν ποτέ υψηλές θέσεις στις ακροαματικότητες, αλλά ήταν «κομμάτια» μέσα από τα οποία εκφραζόταν πρώτα απ’ όλα ο ίδιος, ήταν ο εαυτός του, ήταν η εποχή του.

Ήξερες ότι άμα ακούς το «Ρέγγε και λακέρδε και σαρδέλλε» και το «Μπανάκι μανάκι» ήταν ο Μπουλάς κι ήταν η Ελλάδα της δεκαετίας του ’80.

Όπως, άμα άκουγες το «Νοσταλγός του ροκ εντ ρολλ» ήταν ο Γιοκαρίνης, το «Άσε πια τον μακρυμάλλη» ήταν ο Ζουγανέλης, η «Γυριστρούλα» ήταν ο Λάκης Παπαδόπουλος και το «Τσικαμπούμ» ήταν ο Γιάννης Κούτρας.

Μαζί τους σχεδόν μονίμως η Ισιδώρα Σιδέρη, ο Β. Παπακωνσταντίνου, η Σοφία Βόσσου και αργότερα ο Δ. Σταρόβας, Κ. Τουρνάς και άλλοι.

Ήταν η εποχή που υπήρχε το «σήμα κατατεθέν», που υπήρχε η αυθεντικότητα, μα πάνω απ’ όλα η απλότητα, η ευγένεια και η ειλικρίνεια.

Είχα δει πολλές φορές όλη την «παρέα» αυτή να εμφανίζεται στο «Αχ Μαρία» στα Εξάρχεια. Πότε η παράσταση λεγόταν «Αχ Μαρία-Οίκος Ανοχής», πότε «Αχ-Μαρία ή Θάνατος». Το τι γινόταν επί σκηνής δεν περιγράφεται και πόσο γέλιο έπεφτε!

Τα σκετσάκια ως μέρος του προγράμματος, οι πρόζες, οι αυτοσχεδιασμοί και το «παιγνίδι με τον κόσμο» ήταν η απόλυτη διασκέδαση όσων παρευρίσκονταν στις μουσικοθεατρικές παραστάσεις τους. Κι όλα αυτά να διανθίζονται με τραγούδια.

Βλέποντας τον Σάκη Μπουλά, τον Γιάννη Ζουγανέλη και την παρέα όλη εκείνη επί σκηνής, είχα συνειδητοποιήσει ένα και μόνο πράγμα.
Ότι το χιούμορ και η πλάκα που δεν ενοχλεί κανέναν, είναι αυτό που ξεκινά και τελειώνει στον «αυτοσαρκασμό».
Aυτός είναι ο πρώτος κανόνας του χιούμορ.
Εκεί είναι η πηγή και η αυθεντικότητά του.
Να κάνεις τον άλλον να γελάσει «περιπαίζοντας» πρώτα τον εαυτό σου.
Από κει ξεκινούν όλα!

Θυμάμαι έντονα όταν επί σκηνής ο Ζουγανέλης «πείραζε», τον Παπακωνσταντίνου για την μεγάλη του μύτη. Τον Μαχαιρίτσα, για τα «καταθλιπτικά» τραγούδια του και το μονίμως «σοβαρό» του ύφος.
Ο Μπουλάς πείραζε τον Ζουγανέλη για τη φαλάκρα του, ο Μαχαιρίτσας τον Μπουλά για τα «πεταχτά» αυτιά του και πάει λέγοντας. Αυτά ήταν τα αστεία τους. Ο Ζουγανέλης να κάνει διάλογο και «παιχνίδι» με τον κόσμο.

Να του λες μια πρόταση, να την κάνει τραγούδι ή να την λέει (υποτίθεται)σε όλες τις γλώσσες.
Να κάνει με το στόμα του, τους ήχους διαφόρων μουσικών οργάνων, να ψάλλει στη δική του γλώσσα ή να μιμείται βαρύτονους της όπερας. 
Να σατιρίζει και να σχολιάζει τα μέλη της ορχήστρας.

Θυμάμαι επίσης όλη την παρέα, να καυτηριάζει με αυτοσχέδια σκετσάκια, την Ελληνική κοινωνική πραγματικότητα, τα κανάλια, την ακρίβεια, το αιώνιο πρόβλημα του παρκαρίσματος, τη πολιτική και να παρουσιάζει επί σκηνής έναν «υποτιθέμενο» τσιγγάνικο γάμο. Μιλάμε για γέλιο μέχρι δακρύων!

Κάποιες άλλες εποχές η τέχνη γέμιζε με ωραία αισθήματα τον άνθρωπο. Η πρόζα και το τραγούδι έδεναν θαυμάσια στο θέμα ψυχαγωγία. Έβλεπες μια παράσταση και ένιωθες όμορφα. Ο αληθινός καλλιτέχνης δεν μπορούσε να κρύψει την αυθεντικότητα του κι ο θεατής έφευγε «γεμάτος» από θετική ενέργεια. Ο καλλιτέχνης τη μετέφερε επί σκηνής και ο ακροατής μπορούσε να συλλάβει την «αλήθεια» του.

Μπορούσε να αντιληφθεί ότι σ αυτή την παρέα δεν υπήρχε ούτε πρώτο όνομα, ούτε δεύτερο, ούτε φίρμα, ούτε προκατάληψη, ούτε παρεξήγηση.

Κι όταν ξελιγωνόμασταν στα γέλια, τότε ο Ζουγανελης με το «Βέτο», ο Γιοκαρίνης με την «Ευλαμπία» ο Λάκης Παπαδόπουλος με το «Έλα γοριλάκι» ο Μαχαιρίτσας με το «Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στη τρέλα» έρχονταν να βάλουν τα πράγματα σε μια σειρά.

Την τελική απάντηση που «έσφιγγε την καρδιά» την είχε η Ισιδώρα Σιδέρη με το «Και θα χαθώ», αλλά ο Σάκης Μπουλάς έκανε τη ψυχή μας πάντα να ανασαίνει, να ανασταίνεται και να αναστατώνεται τραγουδώντας «Βάλε στο μαγνητόφωνο τραγούδια που γουστάρεις, σκέψου την ώρα τη στιγμή που τη ρεβάνς θα πάρεις..»

«Το φλασάκι» σε στίχους δικούς του και μουσική του Μαχαιρίτσα.
Ήταν, είναι και θα είναι για πάντα, ένα τραγούδι για ψυχική ανάταση.
Για να νιώσεις ξανά ότι υπάρχει ελπίδα και πως όλα κάποτε θα έρθουν όπως τα θέλεις και θα πάρεις τη ρεβάνς.
Φτάνει να «βάλεις στη καρδιά πατίνια και δυο ρουλεμάν»!

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6