Πολλές φορές μετά από τραγικά ναυτικά ατυχήματα, τόνοι πετρελαίου καταλήγουν στη θάλασσα σχηματίζοντας τις γνωστές πετρελαιοκηλίδες. Ενδεικτικά, αναφέρεται πως σε μια από τις μεγαλύτερες καταγεγραμμένες διαρροές πετρελαίου στην ιστορία, περίπου 500 εκατομμύρια λίτρα πετρελαίου χύθηκαν στη θάλασσα του Περσικού Κόλπου.

Αποτέλεσμα αυτής της διαρροής ήταν να σχηματιστεί στρώμα πετρελαίου πάχους περίπου 10 εκατοστών, που εξαπλώθηκε περίπου 4 χιλιάδες τετραγωνικά μίλια εντός του Περσικού Κόλπου.

Ποιες είναι, όμως, οι συνέπειες στο θαλάσσιο περιβάλλον;

Το πετρέλαιο συσσωρεύεται στην επιφάνεια της θάλασσας και διεισδύει στο φτέρωμα των πτηνών και το τρίχωμα των θαλάσσιων θηλαστικών, μειώνοντας έτσι τη θερμομονωτική τους ικανότητα. Επιπρόσθετα, στους οργανισμούς αυτούς παρατηρείται μειωμένη ικανότητα πλεύσης και επίπλευσης, αφού αυξάνεται η αντίσταση του νερού και το σώμα γίνεται βαρύτερο.

Επίσης, για τα ζώα που βασίζονται στην ανεύρεση των νεογνών τους με την όσφρηση, οι πετρελαιοκηλίδες αποτελούν σημαντικό κίνδυνο, αφού η μυρωδιά του πετρελαίου καλύπτει το σώμα τους με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζονται από τη μητέρα τους. Έτσι, τα νεογνά απορρίπτονται και εγκαταλείπονται απροστάτευτα με αποτέλεσμα να πεθαίνουν.

Παράλληλα, το πετρέλαιο που προσκολλάται στο σώμα πτηνών που ζουν και εξαρτώνται από το θαλάσσιο περιβάλλον, προκαλεί περιορισμό της ικανότητας πτήσης και έτσι παρεμποδίζεται η ικανότητα αναζήτησης τροφής και η αποφυγή θηρευτών. Στην προσπάθεια καθαρισμού του φτερώματος με το ράμφος, ποσότητα πετρελαίου καταλήγει στον πεπτικό σωλήνα των πτηνών προκαλώντας ερεθισμούς, μεταβολές στην ηπατική λειτουργία καθώς και αλλοίωση των νεφρών, επιφέροντας άμεσα αφυδάτωση και μεταβολική ανισορροπία που οδηγεί τελικά σε αργό και επώδυνο θάνατο.

Σύμφωνα με μελέτες, το ποσοστό των πτηνών που επιβιώνουν, ακόμη και αν καθαριστούν επιμελώς από το πετρέλαιο, δεν ξεπερνά το 1%. Οι συνέπειες είναι ανάλογες και στην περίπτωση των θαλάσσιων θηλαστικών με επιπρόσθετο τον θάνατο λόγω ασφυξίας, αφού το πετρέλαιο εισάγεται στους πνεύμονες.

Η περίπτωση των ψαριών διαφοροποιείται, αφού οι πετρελαιοκηλίδες περιορίζονται στην επιφάνεια του νερού, επομένως η κινητικότητα των οργανισμών αυτών διασφαλίζει την απομάκρυνσή τους.

Αντίθετα, ο τρόπος διατροφής των οστρακοειδών που βασίζεται στο φιλτράρισμα του νερού, καθώς και το γεγονός ότι οι οργανισμοί αυτοί είναι εδραίοι, καθιστούν τα οστρακοειδή ιδιαίτερα ευάλωτα στο πετρέλαιο.

Καταστροφικές είναι και οι συνέπειες για τους θαλάσσιους φυτικούς οργανισμούς αφού, πέραν της υποβάθμισης της ποιότητας του νερού, το επιφανειακό στρώμα πετρελαίου εμποδίζει την είσοδο ηλιακού φωτός προς τα υποκείμενα στρώματα, με αποτέλεσμα να μην επιτελείται φωτοσύνθεση και το νερό να παρουσιάζει χαμηλά επίπεδα οξυγόνου.

Έρευνα-Παρουσίαση:
Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι, Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού