Του Δημήτρη Στρατή

Το κείμενο αυτό γράφτηκε ένα απόγευμα Δευτέρας, μετά από έναν μακρύ περίπατο στον κοντινότερο κάμπο. Ετούτες οι αράδες γράφτηκαν μετά από μια καταφυγή στην φύση, αφού εξασφαλίστηκαν βεβαίως οι  απαραίτητες άδειες και δικαιολογητικά.

Εκεί λοιπόν, ανάμεσα σε λαγκάδια, στάρια, ελιές, λογής λογής χορταρικά, στενά δρομάκια και αεράκι καθαρό, βλέπει κανείς στις μέρες του εγκλεισμού πλήθος κόσμου. Σαν κάτι καθαρές Δευτέρες στο χωριό, όπου όλη η «οικογένεια Χωραφά» απλώναμε τραπεζομάντηλα στα χωράφια, με χαρταετούς, λαγάνες, χαλβά και ταραμά.

Έτσι και τώρα… ένας πατέρας έτρεχε ανέμελος με τον γιο του, μια μητέρα ποδηλατούσε με δύο παιδιά και τον γέλωτα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Δύο κυρίες ανέλυαν σαν δαιμόνιοι ρεπόρτερ τα τελευταία νέα της γειτονιάς. Λίγο πιο κάτω, μια οικογένεια απολάμβανε τον περίπατο… τελευταίος και καταϊδρωμένος ο πατέρας, επηρεασμένος μάλλον… από τις διατροφικές επιπτώσεις της καραντίνας.

Αναμφίβολα… η πανδημία θα μας αλλάξει. Θα μας αλλάξει όπως μας αλλάζει κάθε μεγάλη κρίση. Κάθε σκίρτημα της ιστορίας που εισχωρεί με τη βία στην καθημερινότητά μας. Ποιος θα μπορούσε άραγε να προβλέψει για παράδειγμα, ότι θα στέλναμε μήνυμα σε έναν υπολογιστή για να περάσουμε το κατώφλι του σπιτιού μας;

Όταν με το καλό παρέλθει κι αυτή η κρίση, θα ‘ρθει και η ώρα του απολογισμού. Αυτό που μπορούμε να πράξουμε, σταχυολογώντας συναισθήματα και σκέψεις στους τέσσερις τοίχους είναι εξέλθουμε σοφότεροι με το βλέμμα στο μέλλον.

Όταν θα ανταμώσουμε ξανά λοιπόν, οφείλουμε να μην ξεχάσουμε:

Στον σύγχρονο κόσμο τελικά μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα. «Τα πάντα ρει» κατά τον Ηράκλειτο, μόνο που στη μετα-νεωτερικότητα, δεν προλαβαίνουμε ίσως ν’ ανέβουμε στην ώρα μας στο βαγόνι των συνεχών αλλαγών.

Όσο θετικά και να θέλει κανείς να προσεγγίσει τα πράγματα, βαθιά μέσα μας όλοι γνωρίζουμε ότι η ελευθερία είναι το υπέρτατο αγαθό. Μπορούμε όντως να αναλωθούμε σε μια διαδικασία αυτοβελτίωσης (διάβασμα, παρακολούθηση ταινιών, καθάρισμα, ξεσκόνισμα στο σπίτι κλπ). Τίποτα όμως, δεν συγκρίνεται με τη δυνατότητα να κάνεις αυτό που θέλεις, τη στιγμή που το θέλεις.

Πόσο σημαντική είναι άραγε η ανθρώπινη επαφή; Καμιά οθόνη δεν θα αντικαταστήσει το χάδι, το φιλί, το ακούμπημα στην πλάτη από τον φίλο, δυο βλέμματα που διασταυρώνονται, τον συγχρονισμό των αισθήσεων δύο ανθρώπων που αγκαλιάζονται, ένα θερμό «καλημέρα» ή ένα ειλικρινές «είσαι καλά;».

Ο άνθρωπος είναι τελικά περίεργο ον. Στις μέρες μας, συμπεριφέρεται συλλογικά και προς όφελος του κοινωνικού συνόλου μπροστά στον φόβο. Στην προκειμένη… μπροστά στον φόβο του θανάτου από έναν ιό. Σκέψου τι θα γινόταν, αν συμπεριφερόμασταν με συλλογικότητα, αλληλεγγύη για τον διπλανό, χωρίς την απειλή μιας πανδημίας. Αν φερόμασταν, για παράδειγμα, πάντα με σεβασμό στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας ή στις ευάλωτες ομάδες. Αν μπορούσαμε να καταλάβουμε ότι κάθε φαινομενικά ασήμαντή μας πράξη, όπως για παράδειγμα να πετάμε τα σκουπίδια στο απέναντι χωράφι, επηρεάζει το κοινωνικό γίγνεσθαι, τους ανθρώπους γύρω μας και όσους αγαπάμε. Ίσως φτάναμε σ’ έναν κόσμο τουλάχιστον… συμπονετικό κι ανθρώπινο.

Μέσα απ’ αυτή την κρίση μάθαμε, αν μη τι άλλο, ότι υπάρχουν και οι επιστήμονες. Απ’ αυτούς κρεμόμαστε όλοι. Γιατροί, μοριακοί ιολόγοι, επιδημιολόγοι, λοιμωξιολόγοι, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι βγήκαν στο προσκήνιο. Αίφνης, μια κοινωνία ολάκερη ανακάλυψε ότι μπορούμε να τους εμπιστευτούμε.

Σε ετούτη την κρίση δεν μας σώζουν λαοπλάνοι, ούτε κάποιοι αρχιερείς (μάλλον το αντίθετο), ούτε εμείς οι ενίοτε πολυλογάδες. Μας σώζει η κοινωνική, συλλογική υπομονή. Κυρίως μας σώζουν όσοι ξημεροβραδιάζονται στην πρώτη γραμμή. Αυτοί που με την πρώτη ευκολία, βρίσκονται κάθε φορά στο στόχαστρο και ενδεχομένως θα βρεθούν στο στόχαστρο κάποιων και την επομένη της πανδημίας, αφού εύκολα ξεχνά ο κόσμος.

Ο φόβος του θανάτου φέρνει κατά πως φαίνεται στη ζώσα πραγματικότητα ξεχασμένες ίσως εδώ και χρόνια αισθήσεις. Γέλια παιδιών που τρέχουν ανέμελα στον κάμπο ένα απόγευμα Δευτέρας, ενώ υπό κανονικές συνθήκες θα βρίσκονταν σε κάποιο φροντιστήριο. Πόσο σημαντικές είναι τελικά οι φαινομενικά ασήμαντες και εν πολλοίς άλαλες καθημερινές στιγμές, με ανθρώπους που αγαπάμε;

Όταν θ’ ανταμώσουμε ξανά να μην ξεχάσουμε λοιπόν… πως μπορούμε να ζήσουμε απολαμβάνοντας και την τελευταία ικμάδα της ύπαρξής μας. Στο σύντομό μας πέρασμα στον κόσμο, αυτό που μετρά δεν είναι το φαίνεσθαι. Ούτε μια επίπλαστη εικόνα ευμάρειας. Δεν μετρά μια κάλπικη εικόνα ευτυχίας. Η ζωή βρίσκεται εκεί έξω, σε ένα καταπράσινο λιβάδι, στα όνειρα που κάναμε παιδιά και έμειναν για πολλούς στην αρχή του δρόμου. Η ζωή ίσως βρίσκεται στη βαθιά γνώση για τον κόσμο που μας περιβάλλει.

Όταν θ’ ανταμώσουμε ξανά λοιπόν, έχουμε πολλά να μην ξεχάσουμε. Κυρίως οφείλουμε να θυμηθούμε να μην ξεχάσουμε… να ζήσουμε απλά ως άνθρωποι. Όπως ένα δείλι Δευτέρας, με γέλια ανέμελα, με τρεχάλα κι όνειρα παιδικά.