Του Μιχάλη Πουργουρίδη

Στο σπίτι της, το «πνευματικό της καταφύγιο», σε κάποιο δωμάτιο, είχε κρεμασμένο στον τοίχο το βιολί του Μάνου Λοΐζου. 

Θυμάται ότι τη δεύτερη φορά που συναντήθηκαν -σε σπίτι φίλου- ο Μάνος κρατούσε στα χέρια του ένα δισκάκι, που μόλις είχε εκδοθεί από την εταιρεία «Fidelity». Ήταν «Το τραγούδι του δρόμου», σε μουσική δική του, στίχους του Λόρκα, σε ελεύθερη απόδοσή Νίκου Γκάτσου. Η συγκίνηση του μεγάλη.

Ήταν ο πρώτος δίσκος ενός εικοσιπεντάχρονου νέου από την Αλεξάνδρεια, που πότε σπούδαζε στη Φαρμακευτική, πότε Οικονομικά και πότε γραφίστας στη σχολή «Βακαλό». Θυμάται επίσης ότι συγκίνηση του ήταν μεγάλη και η υπερηφάνεια του μεγαλύτερη.

Εμφανής ήταν, όμως, και η τρύπα -σύμφωνα με την Μάρω Λήμνου- κάτω από τα φθαρμένα παπούτσια του, η οποία, καθόλου δεν τον ένοιαζε αν φαινόταν και άθελα του την επιδείκνυε. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Πρωτομαγιά του 1962.

Αργότερα η Μάρω Λήμνου θα γράψει τους στίχους του τραγουδιού «Ξημερώνει Πρωτομαγιά» (1965-Σούλα Μπιρμπίλη) και ο Μάνος το «Πρώτη Μαΐου». Σε εκείνο το κομμάτι, ίσως ο Μάνος να αναφέρεται στην ίδια αφού γράφει «πες μου Μαρία, μήπως θυμάσαι, κείνο το βράδυ που σε πήρα αγκαλιά».

Εκείνη τότε, από τις πρώτες φορές, προσέχει ως παρατηρητής, το υπέροχο, ζεστό, ερωτικό φως που ο Μάνος έχει τη δύναμη να εκπέμπει και μέσα του τυλίγονται σαν κουκούλι, αυτός και οι συνεργάτες του. Σίγουρα, είναι φορές που σκεφτόμαστε πως ίσως αυτό το υπέροχο, ζεστό ερωτικό φως που ήταν διάχυτο στα τραγούδια του, συγκινεί αυτούς που τα αγαπούν τόσα χρόνια μετά τον θάνατο του.

Η Μάρω Λήμνου (Λοΐζου) έζησε τη χρυσή δεκαετία του ’60 κι ήταν μέλος της παρέας των νέων τότε καλλιτεχνών, που αργότερα αγαπήσαμε και τραγουδήσαμε. Μεγάλωσε με τα τραγούδια του Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Σαββόπουλου, και φυσικά του Μάνου Λοΐζου, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1965. Έναν χρόνο αργότερα απέκτησαν την κόρη τους, Μυρσίνη.

Η Μάρω Λοΐζου γεννήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου του 1940 στην Αθήνα. Πατέρας της ο Κωνσταντίνος Λήμνος από την Κω και μητέρα της, η Μυρσίνη Χατζηιωάννου από τη Λέσβο.

Η Μάρω Λοΐζου αρχίζει από τη δεκαετία του ’60 να γράφει ποιήματα και στίχους, πολλά από τα οποία έγιναν γνωστά τραγούδια, τα οποία υπέγραφε ως Μάρω Λήμνου.

«Γι’ αυτά τα τραγούδια που έγραψα τότε με τον Μάνο, οπωσδήποτε αισθάνομαι μια βαθύτατη τρυφερότητα, αλλά ταλέντο σ’ αυτόν το δύσκολο έργο της τέχνης εγώ δεν είχα. Εγώ τον δρόμο μου τον βρήκα αργότερα, ως Μάρω Λοΐζου πια, γράφοντας βιβλία για παιδιά», έλεγε η ίδια.

Και έδωσε, μέχρι το τέλος της ζωής της, τριάντα πέντε βιβλία στους μικρούς αναγνώστες. Έξι από αυτά έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά και τα Ολλανδικά. Το 1995 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και το 1988 ήταν υποψήφια για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν.

Το 1998 η πολιτεία τής χορήγησε τιμητική καλλιτεχνική σύνταξη. Στα βιβλία της, τα περισσότερα από τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Πατάκης», ζωντανεύει σύμβολα του ονείρου και του μύθου, και στόχο της έχει, μέσα από την απλότητα της ιδιόμορφης γραφής της, να διατηρήσει ζωντανή την αίσθηση του θαύματος για τα μικρά και τα μεγάλα του κόσμου. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα η φαντασία και η ποιητικότητα.

Πέθανε στην Αθήνα, στις 20 Αυγούστου 2007, σε ηλικία 67 ετών, έπειτα από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο.

Η Μάρω συνήθιζε να λέει, ότι η δύναμη σε ένα κείμενο της, όταν ήθελε να μιλήσει για την αγάπη, έγκειτο στο να μην αναφέρει σε κανένα σημείο του, την λέξη «αγάπη». Η δύναμη της αγάπης, μας έλεγε, βρίσκεται στην πράξη και όχι στην λέξη.

Τα κείμενα της Μάρως Λοΐζου έχουν τη μινιμαλιστική απλότητα της σοφίας της καθημερινότητας. Οι λέξεις των κειμένων της είναι τόσο προσεκτικά διαλεγμένες και επιλεγμένες, που καταφέρνει πολύ γρήγορα να παρασύρει τους παιδικούς της αναγνώστες στα ποιητικά μονοπάτια των παραμυθιών και των ιστοριών της.

Συνήθιζε να γράφει σε όμορφα λευκά φύλλα τα έργα της, με υπέροχη καλλιγραφική γραφή, ενώ για πολλά από τα κείμενα της είχε προηγηθεί μεγάλη έρευνα, επενδύοντας πολύ χρόνο στο να τα στοιχειοθετήσει με πραγματικές πληροφορίες και γνώσεις έτσι ώστε να βοηθήσει τους αναγνώστες της να μάθουν για αυτό που συχνά έλεγε: «Ο κόσμος είναι ένα θαύμα και αυτή την αίσθηση του θαύματος προσπαθώ με τα βιβλία μου να μεταδώσω στα παιδιά, στον βαθμό που η τέχνη και το ταλέντο μου, το επιτρέπουν».

H Mάρω Λήμνου έγραψε τους στίχους στα τραγούδια του Μάνου Λοΐζου: «Το φεγγάρι έρημο», «Νύχτα μικρή αρχόντισσα» με τον Γιάννη Πουλόπουλο(1967-Πουλόπουλος 1), «Ο ένας πλάι στον άλλον» με τον Δημήτρη Ευσταθίου στον δίσκο «Σταθμός» το 1968 και το 1967 σε δίσκο 45 στροφών κάτω από το τίτλο «Διακοπές στα νησιά μας» με ερμηνευτή τον Γιάννη Γράψα.\

Σε μουσική του Γιάννη Γλέζου, «Η κυρία γυμνασιάρχου» με την Αρλέτα στον δίσκο «Στον ρυθμό του αγέρα» το 1968.

Συλλέγοντας πληροφορίες από το διαδίκτυο, ανακάλυψα  ένα βίντεο από το τραγούδι «Ο ένας πλάι στον άλλον» σε μια σκηνή από την ταινία «Μπετόβεν και μπουζούκι» του 1965, σε σκηνοθεσία του Ορέστη Λάσκου.

Μία από τις χιλιάδες αμίμητες σκηνές του παλιού καλού Ελληνικού κινηματογράφου, στην οποία ο Σταύρος Παράβας και η Μπεάτα Ασημακοπούλου σε ένα νυχτερινό κέντρο ακούνε το τραγούδι «Ο ένας πλάι στον άλλον» ερμηνευμένο από τον ηθοποιό Χάρη Παναγιώτου ο οποίος είναι «μέλος» μιας πενταμελούς ορχήστρας μπουζουκιών. Δίπλα του στο μουσικό σχήμα ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Σωτήρης Μουστάκας να «παίζει» μπαγλαμά.

Όσες φορές κι αν είδα αυτό το βίντεο, γέλασα αλλά και συγκινήθηκα. Συγκινήθηκα γιατί εκτός του ότι όλα αυτά τα πρόσωπα που φαίνονται στο βίντεο δεν βρίσκονται πια εν ζωή, «φεύγοντας», πήραν μαζί τους χρυσές σελίδες του σινεμά αλλά και του Ελληνικού τραγουδιού. Τότε που η μια τέχνη όχι απλά συμβάδιζε με την άλλη, αλλά ήταν μπλέκονταν με τόση ομορφιά και χάρη. Που ήταν αλληλένδετες.

Θυμάμαι τη δεκαετία του ’60 βλέπαμε πολλές φορές μια ταινία στο σινεμά, για να «χορτάσουμε» τους ηθοποιούς και τα τραγούδια που ακούγονταν. Τις ατάκες, τις σκηνές που προκαλούσαν γέλιο ή τις δραματικές, ξέροντας ήδη την εξέλιξη του έργου και το τέλος. Μέσα σε όλες αυτές τις σκέψεις μόνο μια έρχεται και μένει στο τέλος. Όλοι αυτοί οι ηθοποιοί, τραγουδιστές, αυτά τα σπουδαία ονόματα κι οι ρόλοι που έπαιξαν, είναι συνυφασμένα με τη δική μας ζωή.

Φεύγοντας αυτοί, πήραν μαζί τους όχι απλά μια εποχή αλλά και στιγμές που έχουμε ζήσει μέσα από το τραγούδι, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τους δίσκους των 45 και 33 στροφών που αγοράζαμε για να ακούμε ακούραστα και ακατάπαυστα τις αγαπημένες μας επιτυχίες. 
Αυτές τις στιγμές που ακόμα κουβαλούμε.
Αυτές τις στιγμές που χτίσαμε τη ζωή μας «ο ένας πλάι στον άλλον» και πάντα χρειαζόμαστε κάποιον για «να βγει ο σεβντάς».

Στην ουσία ο δεύτερος στίχος είναι αυτός ο οποίος καταλυτικά θέτει τα πράγματα σε μια τροχιά, την οποία όλοι ξέρουμε και ήδη ζούμε-ιδιαίτερα-τα τελευταία χρόνια.
«Δεν βαριέσαι, φίλε, πιες ένα κρασί, σκάρτη πάντα θα `ναι
η παλιοζωή».

Και μια «τραγική σύμπτωση»! Ο Μάνος Λοΐζου έφυγε από τη ζωή στις 17 Σεπτεμβρίου 1982. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1940 γεννήθηκε ο Σωτήρης Μουστάκας και στις 17 Σεπτεμβρίου 1940 γεννήθηκε επίσης και η Μάρω Λήμνου. Ακόμα ένα ημερομηνιακό παιγνίδι της ζωής, για να μας δείξει ότι τα περισσότερα πράγματα στη ζωή μας είναι συγκυρίες και καθόλου τυχαία γεγονότα.

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6