«Στη δυτική Ευρώπη σχεδόν κάθε χώρα βλέπει ακόμη μία πολύ μικρότερη αναλογία θανάτων ανά κεφαλή σε αυτό το δεύτερο κύμα του κορωνοϊού από ό,τι στο πρώτο στη διάρκεια της άνοιξης», διαπιστώνει ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας-Επιδημιολογίας, Μαρκ Γουλχάουζ, του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.

Κι άλλοι επιστήμονες επιβεβαιώνουν το γεγονός, πως οι θάνατοι αυξάνονται σήμερα στην Ευρώπη με πιο αργό ρυθμό από ό,τι την άνοιξη στο πρώτο κύμα. Στην αρχή του δεύτερου κύματος, -υποδεικνύουν- χρειάστηκε κατά μέσο όρο ένας μήνας για να υπάρξει ένας θάνατος ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους στην Ευρώπη, ενώ τον Μάρτιο είχε χρειαστεί μόνο μία εβδομάδα για την ίδια αναλογία.

Οι επιστήμονες αποδίδουν το γεγονός, αφενός σε δημογραφικούς λόγους (κρούσματα σε όλο και πιο νεαρές ηλικίες), αφετέρου στις καλύτερες πλέον θεραπείες στα νοσοκομεία και στην ήδη αποκτηθείσα εμπειρία των γιατρών.

Ο αριθμός των ασθενών με Covid-19 που είναι αρκετά άρρωστοι για να εισαχθούν σε νοσοκομείο αυξάνεται με ρυθμό μικρότερο της αύξησης των κρουσμάτων, ενώ ακόμη πιο μικρή είναι η αύξηση της θνητότητας, σύμφωνα με τους «Financial Times». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι υπηρεσίες υγείας σε διάφορες χώρες να μην έχουν κατακλυστεί ακόμη, όπως θα είχε συμβεί αν ο ρυθμός αύξησης των σοβαρών περιστατικών είχε ακολουθήσει τον αριθμό των λοιμώξεων (κρουσμάτων), που καταγράφηκε το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου.

Όσοι σήμερα εισάγονται σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), έχουν περισσότερες πιθανότητες να βγουν «νικητές» από ό,τι την άνοιξη. Στοιχεία από τη Βρετανία, για παράδειγμα, δείχνουν ότι το ποσοστό όσων πέθαναν μέσα σε 28 ημέρες από την εισαγωγή τους σε ΜΕΘ μειώθηκε από 39% την άνοιξη και το καλοκαίρι, σε 27% τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο.

Δεν αποκλείεται, εξάλλου, ο κορονοϊός να έχει μεταλλαχθεί και να έχει γίνει πιο μεταδοτικός, αλλά λιγότερο φονικός, κάτι που οι γενετιστές ακόμη δεν έχουν επιβεβαιώσει.

Οι επιστήμονες σημειώνουν στην παρούσα φάση, το θετικό στοιχείο στην εξέλιξη του κορωνοϊού. Από την άλλη όμως σημειώνουν και προειδοποιούν πως η αύξηση των κρουσμάτων μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε ασφυξία το σύστημα υγείας μίας χώρας, διότι ακόμη και αν ο ιός είναι λιγότερο φονικός πια, αν τα κρούσματα είναι πάρα πολλά, μπορεί να υπερκεραστεί το δυναμικό σε πόρους (κλίνες, γιατροί, εξασφάλιση ειδών προς θεραπεία κ.ά.) σε μία χώρα.