Της Άντιας Λοΐζου

Εισέρχεται στο στενό από τη στροφή του δρόμου, αφήνοντας πίσω την άσφαλτο που, εδώ και αρκετά λεπτά, ανέχεται τον ταχύ βηματισμό της. Πλακόστρωτο τώρα και το βήμα της πασχίζει να αφομοιωθεί με το νέο έδαφος. Γύρω της σπίτια, γειτονιά, ησυχία και ήχοι από τις κουζίνες των νοικοκυριών μιας νωχελικής Κυριακής, που σιγά-σιγά θα αφήσει στη θέση της, την –πάντα– απαιτητική Δευτέρα.

Ο ήλιος καίει. Καίει συνεχώς εδώ και μέρες, εβδομάδες, μήνες. Και τι έχει ο ήλιος που δεν έχω να σου δώσω… αυτός τη νύχτα κλείνει εγώ μένω ανοικτός,
κι αν καταφέρω και τον πάγο σου τον λιώσω,
κάθε Σεπτέμβρη θα γεμίζουν όλα φως… Της έρχονται στο μυαλό οι στίχοι από το τραγούδι του Δεληβοριά.

Σεπτέμβρης, σκέφτεται, την ώρα που νιώθει την αύρα του καλοκαιριού να την κτυπά κατακούτελα. Σκέφτεται, επίσης, ότι ο Σεπτέμβρης πλησιάζει να φύγει. Κι όσο για το φθινόπωρο, ούτε λόγος.

Κίτρινα φύλλα, βροχές, και ένα γλυκό αεράκι, που απαλύνει την ξηρή γεμάτη υγρασία ατμόσφαιρα του καλοκαιριού – τα χαρακτηριστικά του φθινοπώρου. Μα στο νησί, το φθινόπωρό είναι απών. Υπενθυμίζει στον εαυτό της ότι η φθινοπωρινή ισημερία είναι την Τρίτη, στις 22 Σεπτεμβρίου. Και διασχίζει ακόμα ένα στενό, γεμίζοντας ελπίδες για τις προσεχείς ημέρες.

Τα μεσημέρια της Κυριακής έχουν πάντα μια αλλιώτικη αίσθηση. Κάθε Σεπτέμβρη έρχεται ένας άλλος Σεπτέμβρης, κάθε μεσημέρι είναι ένα άλλο μεσημέρι και στην τελική, η κάθε ημέρα είναι μια άλλη μέρα. 

Το νησί, όμως… Και η νοοτροπία του είναι ίδιο/ίδια… Στάσιμο. Στάσιμη. Κάτι άκουσε για έναν εκπαιδευτικό. Και κάτι έργα τέχνης.

Έφτασε σπίτι. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της, καθώς φαντάστηκε όλη την επακόλουθη συζήτηση/σχολιασμό/φλυαρία. Τόσα χρόνια το έμαθε το παιχνίδι. Τα ίδια επιχειρήματα και οι ίδιοι μεν και δεν, που θα έρθουν και πάλι σε αντιπαράθεση. Κι ύστερα ο καταιγισμός σχολίων από ανθρώπους, που δραστηριοποιούνται μόνο από τον καναπέ τους, εξαιτίας της ευκαιρίας που τους έδωσε η σύνδεση στον κόσμο του διαδικτύου.

Διότι στον κόσμο της τέχνης, θέλει κότσια να μπεις. Κι όσοι δεν μπορούν να μπουν σχολιάζουν. Όχι κρίνουν – μακάρι να έκριναν. Εξάλλου, η κριτική είναι ένα από τα ζητούμενα της τέχνης.

Κι όταν η τέχνη συνοδεύεται από περιορισμούς δεν είναι τέχνη, όταν η ελευθερία φιμώνεται επιλεκτικά δεν είναι ελευθερία, όταν ο σεβασμός έρχεται σε δόσεις δεν είναι σεβασμός, και όταν η ανεκτικότητα αφορά μόνο εμάς – τους όμοιούς μας – και όχι τους άλλους, τότε παύει να είναι ανεκτικότητα.

Αν μη τι άλλο, ο εν λόγω εκπαιδευτικός κατάφερε με τα έργα του να ταράξει λίγο τα λιμνάζοντα νερά, που εδώ και χρόνια πλέουν στάσιμα γύρω από τις νωχελικές Κυριακές.

Δεν έχει νόημα, σκέφτηκε. Σε λίγες ημέρες όλα θα ξεχαστούν και πάλι. Κι όσο για τους μεν και του δεν; Μα αυτοί θα συνεχίσουν να διαφωνούν, συμφωνώντας μόνο σε ένα πράγμα: στο ότι αυτός ο τόπος δεν θα πάει ποτέ μπροστά!

Μπήκε μέσα στο σπίτι της και άνοιξε το ραδιόφωνο. Ο Δεληβοριάς! Και τι έχει ο ήλιος που δεν έχω να σου δώσω…
αυτός τη νύχτα κλείνει εγώ μένω ανοικτός,
κι αν καταφέρω και τον πάγο σου τον λιώσω,
κάθε Σεπτέμβρη θα γεμίζουν όλα φως…

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6