Τον μακρινό Δεκέμβριο του 1914, εκεί στο Βέλγιο, την παραμονή των Χριστουγέννων, στα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου, στρατιώτες Γερμανοί από τη μια μεριά και στρατιώτες Άγγλοι και Γάλλοι από την άλλη, άφησαν κάτω τα τουφέκια τους, έβγαλαν διστακτικά τα κεφάλια τους από τα χαρακώματα του θανάτου και περπάτησαν για να συναντηθούν. Πλησίασαν ο ένας τον άλλον, έδωσαν τα χέρια, αντάλλαξαν ευχές, λίγες κουβέντες αλλόγλωσσες, αντάλλαξαν και μερικές ώρες ανθρώπινης συνύπαρξης.

Δειλά δειλά άρχισαν να βγαίνουν απ΄ τα χαρακώματα, στην αρχή, δυο τρεις, άοπλοι φυσικά. Μετά ακολούθησαν κι άλλοι. Φώναζαν, γελούσαν, αγκαλιάζονταν, τραγουδούσαν. Αντάλλαξαν τσιγάρα, αλκοόλ, σοκολάτες. Αντάλλαξαν και γέλια χαράς. Την επόμενη ημέρα, στις 25 Δεκεμβρίου του 1914, η ανακωχή και η γιορτή συνεχίστηκε. Οι στρατιώτες έθαψαν τους νεκρούς τους, αντάλλαξαν αναμνηστικά (ό,τι είχε ο καθείς) και με μια αυτοσχέδια μπάλα, έπαιξαν ποδόσφαιρο. Γερμανοί, Άγγλοι και Γάλλοι στρατιώτες, αγνοώντας τις διαταγές των ανωτέρων τους, κατάργησαν για λίγο τον παράλογο πόλεμο.

Εκείνον τον Δεκέμβριο του 1914, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε κάτι που έμεινε στην ιστορία ως «Η ανακωχή των Χριστουγέννων». Έγινε κάτι που έμεινε χαραγμένο βαθιά στις καρδιές των στρατιωτών που το έζησαν, έμεινε και σ’ εμάς να το διαβάζουμε και να το θυμόμαστε κάθε χρόνο, μπας και κρατήσουμε μια μικρή σπίθα ελπίδας ότι οι άνθρωποι μπορούν, αν θέλουν, να σταματήσουν τον παραλογισμό του πολέμου. Ακόμα κι αν είναι στρατιώτες….

Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη