Του Κωνσταντίνου Καρεμφύλλη

Αν υπάρχει κάποιος μήνας που συμπυκνώνει με τον πλέον ιδεατό τρόπο τη μυθολογία του ελληνικού καλοκαιριού, αυτός είναι ο Αύγουστος. Και μιλάμε για ‘‘ελληνικό καλοκαίρι’’, γιατί αυτό αποτελεί μια αξία καθεαυτή, μια αυθύπαρκτη οντότητα εγγεγραμμένη με δικά της μοναδικά χαρακτηριστικά στις δέλτους της ανθρώπινης ιστορίας.

Βάλτε γαλάζιο στον ουρανό, κυανό στη θάλασσα, ξερό κίτρινο και ξεθωριασμένο καφέ στη στεριά, βάλτε δροσερά πρωινά και έναστρες νύχτες με γιασεμί, βάλτε το μόχθο των ανθρώπων και τον αγώνα για επιβίωση, την ανάσα μιας ανέμελης ζωής και την έξοδο προς το φως και έχετε το θαύμα του ελληνικού καλοκαιριού, όπου κι αν βιώνεται αυτό: στο Καντακές της Καταλονίας, στο Ατζάκιο της Κορσικής, στην Καλημέρα της Ιταλίας, στην Αμοργό, στον Ακάμα, στη Λεμεσό.

Από την άποψη αυτή ο Αύγουστος ως καλοκαίρι στην πιο ωραία ώρα του, κλείνει μέσα του την αντίληψη της ξέγνοιαστης ζωής, των διακοπών, της έκστασης, της απόλαυσης, της ηρεμίας, της συμφιλίωσης με το σώμα, της χαλαρότητας, της χαράς, της μεταφυσικής του Αυγουστιάτικου φεγγαριού, του reset σε μια ζωή που έλαχε, αλλά δεν πέτυχε πάντα.

Στις θάλασσες του πρωινού και τις νύχτες με το αυγουστιάτικο φεγγάρι ακροβατεί η ζωή. Κι έρχονται στο νου μουσικές και τραγούδια, ήχοι και στίχοι, που συνδέθηκαν με τις αισθήσεις του Αυγούστου, καλή ώρα αυτό το ρεφρέν από το Δεκαπενταύγουστο της Γλυκερίας ‘‘Κι όλο ζητώ /πάνω στο νήμα να σταθώ /καρδιά μου /κι ακροβατώ /από ένα θαύμα να πιαστώ /Παναγιά μου /φεύγει η ζωή /μονάχη δίχως γυρισμό…’’ ή εκείνο το ‘‘Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά /την άμμο που σαν καταρράκτης έλουζε /καθώς έσκυβε επάνω μου χιλιάδες φιλιά /διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε /θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό…’’ που στοίχειωσε τον συχωρεμένο τον Παπάζογλου και όλους εμάς που βιώσαμε ίδιες ή παρόμοιες στιγμές και γίναμε οι ήρωες της δικής μας θεατρικής παράστασης ή της δικής μας τραγωδίας, πάνω στο απόλυτο του Έρωτα. Ενός Έρωτα που βιώσαμε όλοι ανεξαιρέτως – όλοι! – σαν μερίδιο και σαν τύχη ζωής. ‘‘Ο κόσμος σκηνή, ο βίος πάροδος’’, μνημονεύω Δημόκριτο.

Ή ακόμα ξεχασμένος σε μια έρημη πόλη, όπου βαδίζεις με πιρουέτες καταμεσής στη λιωμένη άσφαλτο, να διαβάζεις το ‘‘Μαρκοβάλντο ή τις Εποχές στην πόλη’’ του Καλβίνο και το βράδυ στο θερινό σινεμά να ακούς αποσπάσματα από Κονσέρτα για Φλάουτο και Κιθάρα του Antonio Vivaldi (ο τρελός παπάς που βάφτισε το μυαλό μας) βλέποντας τα Δυο Φεγγάρια τον Αύγουστο του Φέρρη ή τις Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου του Βούλγαρη, με τον άλλο συχωρεμένο τον καλό μας άνθρωπο, το Βέγγο, να γυρίζεις στο σπίτι με τα πόδια και περπατώντας μεταμεσονύκτιος, απολαμβάνοντας αστέρια, Άρκτους, Δράκοντες και Πλειάδες  − πλειοδοσία ζωής – να σφυρίζεις το Fly Me To The Moon έχοντας στο νου άλλοτε τη νωχελική εκτέλεση της Gilberto, άλλοτε τη ρυθμική του Sinatra και άλλοτε τη γοητευτική σάμπα της Julie London, αγαπημένο τόσο, που ευλογείς τη ζωή σου με αυτό, σαν κρυφή προσευχή κάπως ή σαν ύμνο της ζωής.

Και την άλλη μέρα το πρωί σ’ ένα αυτοκίνητο καθ’ οδόν προς τη θάλασσα με σωσίβια, γέλια και τσιρίδες στα πίσω καθίσματα, ανοιχτά παράθυρα και φως καλοκαιριού στα μάτια, να ακούς από το ραδιόφωνο ‘‘Ο Αύγουστος ελούζονταν /λούζονταν στην αστροφεγγιά /και από τα γένια του έσταζαν /άστρα και γιασεμιά. Αύγουστε μήνα /μήνα και θεέ /σε σένα ορκιζόμαστε /πάλι του χρόνου να μας βρεις /στο βράχο να φιλιόμαστε’’. Και αμέσως μετά: ‘‘Θ’ αράξω τη βαρκούλα μανούλα μου /μπροστά σε μια σπηλιά /θα σε ταΐζω χάδια καρδούλα μου /καβούρια και φιλιά. /Στη μάνα μου, στον κύρη μου λέγω και τραγουδώ /σας φέρνω την τριανταφυλλιά, /σας φέρνω τ’ άστρα τ’ ουρανού και τον Αυγερινό’’.

Κι αυτός ο Αυγερινός, ο Αποσπερίτης, το πρώτο και το τελευταίο άστρο της νύχτας, η Αφροδίτη τέλος πάντων, να αποτελούν το ημίφωτο σκηνικό όπου θα ακούγονταν ήσυχες υπνωσικές μουσικές, μεταγενέστερες στα χρόνια, συνοδευτικές στη μέθη της ζωής: το Moondance του Van Morrison, το La Mar του Jose Padilla, το Blue Moon της Billy Holiday, το Moon River του Andy Williams, το Shepherd Moons της Enya, το Tears From The Moon των Conjure One, το Moondance του Andreas Vollenweider, το August Moon του Ottmart Liebert και τόσα άλλα, όχι για άσκηση μνήμης, όχι για αποθέωση της πληροφορίας, όχι όχι, μόνο κλείσιμο των ματιών και νοσταλγία για τα καλοκαίρια που πέρασαν και εκείνα που θα έρθουν, σ’ ένα κόσμο που άρχισε πλέον να φοβάται τον εαυτό του.

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6