O οίκος αξιολόγησης Fitch αναβάθμισε τη μακροχρόνια πιστοληπτική ικανότητα της Κύπρου κατά μία βαθμίδα στο «ΒΒΒ» από το «ΒΒΒ-» με σταθερή προοπτική.
Σε πράξη αξιολόγησης που εξέδωσε αργά χθες βράδυ, ο οίκος επικαλείται την υπεραπόδοση των δημοσίων οικονομικών το 2022 και την οικονομική ανάπτυξη που ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις του, καθώς και τη σημαντική μείωση του δείκτη χρέους ως το ΑΕΠ. Για το 2023 ο οίκος εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα ανέλθει στο 2,1%.
Παράλληλα με αφορμή την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οίκος σημειώνει ότι δεν αναμένει ουσιαστική αλλαγή στην ευρύτερη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής υπό τη νέα διακυβέρνηση.
Ο Fitch επισημαίνει πως η κυπριακή οικονομία έχει επιδείξει ένα βαθμό ανθεκτικότητας στους εξωτερικούς κλυδωνισμούς λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, με το πραγματικό ΑΕΠ να μεγεθύνεται με ρυθμό 5,6% το 2022, υπερβαίνοντας την πρόβλεψή του τον περασμένο Σεπτέμβριο για ανάπτυξη 4,7%.
Σύμφωνα με τον οίκο, τα έσοδα από τον τουρισμό έφθασαν στο 90% του 2019, ενώ η απώλεια των τουριστών από τη Ρωσία αντισταθμίστηκε από υψηλότερες αφίξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ισραήλ και της χώρες της ΕΕ. Επισημαίνει δε ότι σθεναρή ανάπτυξη σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως η πληροφορική και η τεχνολογία επικοινωνιών, καταδεικνύει μια μεγαλύτερη διαφοροποίηση της οικονομίας.
Σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά, ο Fitch σημειώνει ότι αυτά βελτιώθηκαν σημαντικά πέρσι με το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης από το έλλειμα 1,7% του ΑΕΠ το 2021 να μετατρέπεται σε πλεόνασμα 2,3% του ΑΕΠ, «πολύ υψηλότερα» από τις εκτιμήσεις του τον περασμένο Σεπτέμβριο για μικρό δημοσιονομικό έλλειμμα.
Όπως αναφέρει, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν έντονα μετά τον τερματισμό των μέτρων στήριξης κατά την πανδημία, ενώ τα έσοδα αυξήθηκαν με ρυθμό υψηλότερο του ονομαστικού ΑΕΠ. «Οι βελτιούμενες τάσεις στα δημόσια οικονομικά αντισταθμίζουν και με το παραπάνω τα μέτρα στήριξης στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά για αντιμετώπιση του αντικτύπου της ενεργειακής κρίσης», επισημαίνει ο οίκος.
Για φέτος, ο Fitch αναμένει χαμηλότερο δημοσιονομικό πλεόνασμα λόγω της επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας και της συνέχισης των μέτρων στήριξης που σχετίζονται με την ενέργεια, η οποία θα οδηγήσει σε χαμηλότερο ρυθμό αύξησης κρατικών εσόδων. Ο οίκος εκτιμά ότι το δημοσιονομικό πλεόνασμα θα υποχωρήσει στο 1,8% του ΑΕΠ, προτού βελτιωθεί οριακά στο 2,0% το 2024.
Όσον αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης, ο Fitch αναμένει επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός θα διαβρώσει τα πραγματικά εισοδήματα, ενώ τα αυξανόμενα επιτόκια επιβραδύνουν τη ζήτηση για δάνεια, επηρεάζοντας την κατανάλωση και τις ιδιωτικές επενδύσεις. Σημειώνει ωστόσο ότι η υλοποίηση των κονδυλίων του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα αντισταθμίσει μέρος της αδυναμίας στην ιδιωτική κατανάλωση. Για όλο το έτος ο οίκος εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα υποχωρήσει στο 2,1% και θα επιταχυνθεί στο 2,7% το 2024.
Σε σχέση με το δημόσιο χρέος, ο Fitch σημειώνει ότι η σθεναρή μεγέθυνση του ονομαστικού ΑΕΠ και η σημαντικά βελτιωμένη δημοσιονομική θέση μεταφράστηκε σε μια έντονη μείωση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ στο 86,5% το 2022 από 101,1% το 2021. Ο οίκος εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος θα μειωθεί περαιτέρω τα επόμενα δύο χρόνια, υποχωρώντας στο 81,3% το 2024 και θα συνεχίσει να υποχωρεί περίπου το 73% το 2027.
Εξάλλου, ο οίκος εκτιμά ότι οι κυπριακές αρχές θα διατηρήσουν ένα σημαντικό αποθεματικό ρευστών διαθεσίμων σύμφωνα με τη «συνετή» στρατηγική διαχείρισης χρέους και θα εκδίδουν τακτικά ομόλογα, προκειμένου καλύπτουν εν μέρει της επερχόμενες αποπληρωμές χρέους. Σημειώνει μεν ότι οι αποδόσεις των κυπριακών ομολόγων έχουν αυξηθεί σημαντικά, αλλά το μέσο κόστος του κυπριακού χρέους θα αυξηθεί με πολύ βραδύτερο ρυθμό λόγω της μέσης διάρκειας που είναι μόλις κάτω από τα 7,5 χρόνια.
Τέλος ο οίκος σημειώνει ότι η γενικότερη τάση στην βελτίωση της ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού του τραπεζικού τομέα ήταν ανθεκτική στους εξωγενείς κλυδωνισμούς στην οικονομία, με το δείκτη ΜΕΔ να υποχωρεί στο 10,5% τον Οκτώβριο του 2022 από 11,7% τον Ιανουάριο του και 28% πριν την έναρξη της πανδημίας του Covid-19.