Του Κωνσταντίνου Καρεμφύλλη

Βρέθηκα για πρώτη φορά στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1992, χαμένος μετά τη θητεία μου στον ελληνικό στρατό, προσκεκλημένος του φίλου και συμφοιτητή Μιχάλη Παπαδόπουλου. Ήταν τότε που ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με αυτό που αργότερα θα γνώριζα ως «κυπριακή φιλοξενία», μια μοναδική μορφή ηθικής, που κατέχει ιδιαίτερη θέση στον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες Κύπριοι αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Κάτι παρόμοιο με αυτό που έχουμε και εμείς κάποτε στην Ελλάδα, σε ανυποψίαστα μέρη με απίστευτους ανθρώπους, πριν αρχίσει και αυτό να φθείρεται στους ελληνικούς μας τρόπους.

Οι πρώτες μου εικόνες από την Κύπρο ήταν σπίτια μικρά και ανθρώπινα με περίκλειστες αυλές, γιασεμιά και βουκαμβίλιες στην παλιά Λευκωσία, τα φυλάκια των Ελλήνων και των Τούρκων στην Πράσινη Γραμμή, μαυροφορεμένες και συνεσταλμένες ηλικιωμένες γυναίκες στα στενά των μικρών -χαμένων στο πουθενά- χωριών, η Πέτρα του Ρωμιού και η βουτιά στην εκεί θάλασσα, το Λιμάνι της Πάφου και η τρομερή της υγρασία –πρώτη φορά ανέπνεα υγρό, σχεδόν υλικό, αέρα– τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα στην παραλία της Λεμεσού, που έκοβαν την πρόσβαση προς τη θάλασσα, χτισμένα προκλητικά πάνω στην ακτογραμμή, η Αγία Νάπα με τους δύο χιλιάδες εξαφανισμένους Ελληνοκύπριους μόνιμους κατοίκους και τους τριάντα χιλιάδες Εγγλέζους τουρίστες να κυκλοφορούν χαμένοι σαν ροζ φλαμίνγκο, καμένοι άτσαλα από έναν αδιανόητο γι’ αυτούς ήλιο, ο οδηγός του τουριστικού λεωφορείου στον Πρωταρά, που άρχισε να πανηγυρίζει αναγνωρίζοντάς μας ως τους μοναδικούς Έλληνες σε μία περιοχή ουσιαστικά υπό βρετανική κατοχή –στο αυτοκίνητο είχαμε στη διαπασών το «Έχω κλάψει / για πολλές γυναίκες έχω κλάψει / μα για σένα πιο πολύ» του Κυριαζή– οι ιστορίες του Πλουτή Χρυσάνθου στα Σπήλια του Τροόδους από τον απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Άγγλων, από τρελούς παπάδες που κόντευαν να πνίξουν τα παιδιά που βαφτίζανε, από γάμους όπου οι άντρες, πίνοντας όλα τα ποτά του χωριού, γύρευαν ενισχύσεις από ζιβανία στα διπλανά χωριά, αφηγήσεις σε μια λαλιά που δυσκολευόμουν να καταλάβω, με τους άλλους συνδαιτυμόνες να κυλιούνται κάτω από τα γέλια και εγώ απορημένος να εκλιπαρώ για μερική μετάφραση.

Αλλά, τι να καταλάβω εγώ ο ξένος, από μια γλώσσα που ένιωθα ότι κάτι πήγαινε να μου πει, κάτι που διαρκώς μου διέφευγε. Αρχικές εντυπώσεις από έναν τόπο, που μου δημιουργούσαν την πεποίθηση ότι υπάρχουν και άλλα πολλά ακόμη πράγματα να ανακαλύψει και να γνωρίσει κανείς, πολύ πιο βαθιά και ουσιαστικά, αρκεί να μη μείνει βλαξ, ανυποψίαστος και τουρίστας στον τόπο που επισκέπτεται.

Από τότε είχα νιώσει και την πικρία που πλανιόταν στον αέρα για τον προβληματικό και απειλητικό «γείτονα», ο οποίος φρόντιζε να υπενθυμίζει την παρουσία του με γελοιότητες σαν την «πέτρινη σημαία» στον Πενταδάκτυλο -τι θλιβερή ανάγκη για την εθνική του αυτεπιβεβαίωση και την τόνωση των εθνικιστικών του συμπλεγμάτων, σε μιαν ιστορία ολόκληρη από εισβολές, δηώσεις, αίμα και εξανδραποδισμούς. Τι να πρωτοθαυμάσει και τι καμαρώσει κανείς.

Ο Θεός να σε φυλάει από κακό γείτονα και από την άλλη: φύλαγε τα ρούχα σου για να τα έχεις όλα.

Δέκα χρόνια μετά, σε μιαν επίσκεψή του στη Χαλκιδική, ο Μιχάλης Παπαευαγόρου θα συναντήσει τη δεύτερή μου ιδιότητα, αυτή του ραδιοφωνικού παραγωγού, ακούγοντας τυχαία ένα βράδυ του καλοκαιριού, στο σπίτι ενός κοινού φίλου, προσωπικές μουσικές επιλογές από έναν «χειροποίητο» ψηφιακό δίσκο. Υπήρξε ενεργό ενδιαφέρον από την πλευρά του και την επόμενη χρονιά, με την αξιοποίηση κάθε διαθέσιμου τεχνολογικού μέσου, ξεκίνησε μια συνεργασία μουσικών -κατά βάση- εκπομπών με το Κανάλι 6, η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα.

Από τότε δρομολογείται και μια δεύτερη, πιο ώριμη και ουσιαστική επαφή με τον κόσμο της Κύπρου, με το νησί, με τους τόπους και τα τοπία του, με τους ανθρώπους και τις συνήθειές τους, με τον τρόπο που σκέφτονται, με τα αστεία που γελούν, με τις συνήθειές τους, με τον τρόπο που αγαπούν και αγκαλιάζουν τους δικούς τους «ξένους».

Είχα την τύχη να γνωρίσω στην Κύπρο ανθρώπους με σπάνια παιδεία, απαράμιλλο ήθος, συνείδηση ελληνική, «ωραίους σαν Έλληνες» καθώς θα έλεγε ο Εγγονόπουλος, πιο Έλληνες από πολλούς που συναντώ κάθε μέρα στη χώρα μου. Και το θεωρώ τύχη αγαθή, γιατί έμαθα από αυτούς, γιατί θυμήθηκα αρετές ξεχασμένες που διάβαζα σε βιβλία ή άκουγα από τους παλιούς, γιατί συνάντησα φιγούρες από αυτές που περιέγραφε ο Λακαριέρ στο «Ελληνικό Καλοκαίρι». Είχα την τύχη να βρεθώ σε χωριά όπου γνώρισα ανθρώπους αυθεντικούς και καθάριους, ανθρώπους που έλαμπε το πρόσωπό τους όταν έβλεπαν κάποιον από την Ελλάδα, ανθρώπους που άνοιξαν την αγκαλιά τους να δεχτούν εμένα, τον «Ελλαδίτη», τον ξένο στον τόπο τους, τόσο οικείο όμως στη γλώσσα, στα ήθη, στη σκέψη.

Όταν ο Κύπριος είναι καλός, είναι πολύ καλός. Στον υπερθετικό βαθμό.

Γνωρίζω ότι, όπως και στην Ελλάδα, υπάρχουν δύο Ελλάδες, έτσι και στην Κύπρο υπάρχουν δύο «Κύπροι» (ας μου επιτραπεί για λίγο η γραμματική αυθαιρεσία), δύο κόσμοι που κοιτάζονται προσπαθώντας να καταλάβει, να αποδεχτεί και να συνυπάρξει ο ένας με τον άλλον. Ο ένας, της ελληνικής παιδείας μετέχων, η ουσιαστική ιστορική Κύπρος της επικράτειας του Ελληνικού, η Κύπρος που επιμένει να υπενθυμίζει μνήμες μιας γοητευτικής Ελλάδας και ο άλλος, της υλικής αλλοτρίωσης, της μασώμενης τσίχλας και του επιδεικτικού πλούτου, των ακριβών κινητών και των επιθετικών αυτοκινήτων, που είναι πρόθυμος να πάρει το πρώτο αεροπλάνο για Αγγλία, στην περίπτωση που θα υπήρχε κάποια εμπλοκή με τον απειλητικό «γείτονα».

Το σημαντικό για μένα, όταν ξεκίνησε το ταξίδι στα ραδιοφωνικά κύματα και στον κόσμο της Κύπρου, ήταν να αποφύγω την παθολογία που συνόδευε συχνά την παρουσία των Ελλαδιτών στο νησί: δεν βρέθηκα εδώ για να κάνω μάθημα (κανείς δεν το έχει ανάγκη), αλλά για να σεβαστώ και να προτείνω. Και πάνω απ’ όλα, να πω στους Κύπριους αδελφούς ότι «το φυσικό της δεν τ’ αρνιέται ούτε η κόκκινη αλεπού» (κατά πώς το λέει ο Πίνδαρος), ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Απείχα πολύ από το να νιώθω οικονομικός μετανάστης το 2003 και επιπλέον, υπήρχε εκτίμηση και αγάπη για τον κόσμο και τους ανθρώπους του.

Τόσα χρόνια μετά, μπορώ να πω ότι στην Κύπρο υπάρχει μία βουβή οδύνη για την τουρκική κατοχή, ένα αγκάθι που δεν αφήνει τους ανθρώπους να ησυχάσουν ή να επαναπαυτούν. Το εθνικό πρόβλημα στο νησί είναι παρόν ορατά ή αδιόρατα, άλλοτε ως οργή και δυσφορία και άλλοτε ως μελαγχολία και απογοήτευση. Το βλέπεις άμεσα στους πρόσφυγες, όταν μιλούν με πόνο π.χ. για την Κερύνεια, ακόμη και στους πρόσφυγες δεύτερης γενιάς που έχουν εγγράψει το «Δεν Ξεχνώ» μέσα στο γονιδίωμά τους, και έμμεσα σε όλους τους άλλους, στο μέτρο που βλέπουν την πατρίδα τους διχοτομημένη.

Δυστυχώς οι Τούρκοι δεν θα φύγουν εύκολα. Και βασικά ήρθαν για να μείνουν, όπως έκαναν πάντα στην ιστορία τους. Κι αν αποχωρήσουν μερικώς, δεν θα το κάνουν παρά με τρομερά ανταλλάγματα για το πλεονέκτημα που με πόλεμο απέκτησαν, τόσο που ίσως η όποια νίκη επανένωσης θα φαντάζει ως «Πύρρεια». Αλλά από την άλλη, δεν θέλω να σκέφτομαι την Κύπρο αποκλειστικά με την ασπρόμαυρη εικόνα μιας μάνας, που ολοφύρεται για τον άντρα ή τα παιδιά της, για τον ξεριζωμό κατά την εισβολή. Προτιμώ να σκέφτομαι το βλέμμα μιας μάνας που κοιτάζει προς τον κατεχόμενο Βορρά, όχι με μίσος αλλά με μια άγρια αποφασιστικότητα.

Αλλά πάλι, αυτά μπορεί εύκολα και ανέξοδα να τα λέει ένας «ξένος».

Το ταξίδι συνεχίζει μέχρι σήμερα και έχει το ενδιαφέρον του καθεαυτό. Προς το παρόν, κρατώ μερικά μεταφυσικά μεσημέρια μέσα στη λάβρα του καλοκαιριού στο ιστορικό κέντρο της Λεμεσού, τις δροσερές νύχτες της Λευκωσίας στα καφενεία της παλιάς πόλης, κάτι νύχτες με φεγγάρι στα βουνά της Φασούλας, την άγρια ομορφιά της θάλασσας στο Κούριο και κάποιες φευγαλέες μορφές, βγαλμένες από μιαν Ελλάδα του Ομήρου ή του Ευριπίδη, στους δρόμους ξεχασμένων χωριών.

Γιατί τελικά οι άνθρωποι είναι πάντα το ταξίδι κι ας μην το γνωρίζουν οι ίδιοι.

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6