Κατά τις πρώτες μέρες της πανδημίας έγιναν λάθη από τους δημοσιογράφους κατά την κάλυψη και παρουσίαση των γεγονότων, τα οποία σε κάποιο βαθμό δικαιολογούνται λόγω των καταιγιστικών εξελίξεων και της πρωτόγνωρης κατάστασης με την οποία ήρθε αντιμέτωπη ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Σ’ αυτή την κοινή διαπίστωση, καταλήγουν ο Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου (ΕΣΚ) Γιώργος Φράγκος και ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας Γιώργος Παυλίδης, με συνεντεύξεις τους στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΥΠΕ), και σημειώνουν ότι στην πορεία του χρόνου η κατάσταση βελτιώθηκε, ενώ υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης.
Σε συνέχεια των συνεντεύξεων που παραχώρησαν στο πρακτορείο τρεις πανεπιστημιακοί από Κύπρο και Ελλάδα, σκιαγραφώντας, από την ακαδημαϊκή σκοπιά, το μιντιακό και δημοσιογραφικό πεδίο εν μέσω της υγειονομικής κρίσης, Γιώργος Φράγκος και Γιώργος Παυλίδης, αξιολογούν αυτή τη φορά την κατάσταση «επί του εδάφους» και απαντούν σε μια σειρά ερωτήσεων για το επίπεδο του δημοσιογραφικού λόγου και ρόλου στην Κύπρο από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα.
Απαντούν, μεταξύ άλλων, στο ερώτημα εάν τα ΜΜΕ και οι λειτουργοί τους τήρησαν τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας κατά τη δημοσιογραφική κάλυψη και παρουσίαση των γεγονότων και εάν κατάφεραν να λειτουργήσουν με μοναδικό γνώμονα την ενημέρωση της κοινής γνώμης, με δημοσιογραφική ανεξαρτησία και χωρίς εξαρτήσεις και πιέσεις από ιδιοκτησιακά, οικονομικά ή άλλα συμφέροντα.
Σχολιάζουν, ακόμη, τα περιοριστικά μέτρα και σε ποιο βαθμό επηρέασαν ή επηρεάζουν τον ρόλο των δημοσιογράφων, συμπεριλαμβανομένου και του τρόπου που καλύπτεται δημοσιογραφικά η διάσκεψη Τύπου του Υπουργείου Υγείας για τα νέα περιστατικά, χωρίς τη φυσική παρουσία δημοσιογράφων αλλά με την υποβολή ερωτήσεων μέσω της λειτουργού του Υπουργείου, χωρίς να ανακοινώνεται το όνομα του δημοσιογράφου που υποβάλει την ερώτηση και το Μέσο που εκπροσωπεί.
Γ. Φράγκος: Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι δημοσιογράφοι τήρησαν τις αρχές δεοντολογίας
Ο Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου, Γιώργος Φράγκος, είπε ότι το επίπεδο του δημοσιογραφικού λόγου και της δημοσιογραφίας γενικότερα στον τόπο μας, αυτή τη δύσκολη και πρωτόγνωρη περίοδο, είναι αρκούντως ικανοποιητικό, προσθέτοντας ότι οι δημοσιογράφοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ανταποκρίνονται, τόσο στην επάρκεια και τον έλεγχο της πληροφόρησης, όσο και στην τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, εν μέσω πανδημίας.
«Ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις όπου υπήρξαν παρεκτροπές ή παρεκκλίσεις από εκείνο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πολιτικά ορθό. Ως εκ τούτου, πάμε καλά και στην επάρκεια της πληροφόρησης και στην τήρηση της δεοντολογίας. Μπορούμε να πάμε ακόμα καλύτερα», σημείωσε.
Ανέφερε ότι η βιασύνη στη μετάδοση μιας είδησης, από πλευράς κυρίως διαδικτυακών μέσων, κατά τις πρώτες μέρες της κρίσης, λειτούργησε εις βάρος της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και της ακρίβειας της πληροφορίας.
Η ΕΣΚ, είπε ο Γιώργος Φράγκος, από την πρώτη στιγμή προέτρεψε τους δημοσιογράφους, προτού δημοσιεύσουν ένα ρεπορτάζ, σχόλιο ή είδησή τους να διασταυρώνουν τις πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές και τους ειδικούς, όπως επίσης να ενημερώνουν το κοινό για τις εξελίξεις, με υπευθυνότητα και χωρίς ακρότητες, υπερβολές, συναισθηματισμούς και εντυπωσιοθηρία. «Πιστεύω ότι τηρήθηκε αυτή η πρακτική», είπε ο πρόεδρος της ΕΣΚ.
«ΜΜΕ και δημοσιογράφοι ασκούν τον ελεγκτικό τους ρόλο με σχετική επάρκεια»
Αναφορικά με τον ρόλο των δημοσιογράφων σε περιόδους κρίσεων, ο κ. Φράγκος είπε ότι «ο ρόλος και η αποστολή των δημοσιογράφων και της δημοσιογραφίας γενικά, δεν αναστέλλεται, ούτε και διαφοροποιείται ποσώς, στη διάρκεια κρίσεων, είτε πρόκειται για πανδημίες ή εμπόλεμες καταστάσεις».
«Ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι διττός. Από τη μια, ειδικά σε περιόδους κρίσεων, έρχεται αρωγός στα θεσμικά, πολιτειακά και κρατικά όργανα, διαχέοντας και κοινοποιώντας προς την κοινή γνώμη τις σχετικές αποφάσεις, τα διατάγματα και τις οδηγίες που λαμβάνονται για διαχείριση της κατάστασης, από την άλλη, ο δημοσιογράφος και τα ΜΜΕ δεν παύουν να αποτελούν τον θεσμό εκείνο που ελέγχει όλα τα κέντρα λήψεως αποφάσεων, τα μέτρα που λαμβάνουν και την αποτελεσματικότητά τους. Δεν εκλείπει ο κυρίαρχος και δεσπόζων ρόλος της δημοσιογραφίας που είναι ακριβώς ο έλεγχος», είπε.
Σημείωσε ότι τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι «ασκούν τον συγκεκριμένο ρόλο με σχετική επάρκεια, ωστόσο υπάρχει ακόμα μεγάλη απόσταση που θα πρέπει να διανυθεί».
«Ευάλωτα σε εξαρτήσεις και πιέσεις τα ΜΜΕ σε περιόδους κρίσεων»
Ερωτηθείς σχετικά με τις εξαρτήσεις και τις πιέσεις που δέχονται τα ΜΜΕ σε περιόδους κρίσεων, ο κ. Φράγκος είπε ότι λόγω της υγειονομικής κρίσης, τα ΜΜΕ, όπως και όλες οι επιχειρήσεις, είναι πιο ευάλωτες στις πιέσεις και στις εξαρτήσεις από πηγές από τις οποίες αντλούν έσοδα. «Εν μέσω κρίσεων, διακυβεύεται ακόμα περισσότερο η ευρωστία και η βιωσιμότητα των ΜΜΕ, γεγονός που καθιστά τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις ακόμα πιο ευάλωτες και ενδεχομένως πιο ‘προσεκτικές’ απέναντι στα κέντρα λήψεως αποφάσεων, είτε αυτά αφορούν πολιτειακά όργανα είτε αυτά αφορούν οικονομικά κέντρα λήψεως αποφάσεων», είπε.
Κληθείς να σχολιάσει το θέμα που είδε το φως της δημοσιότητας αναφορικά με υπεραγορά, εργαζόμενοι της οποίας βρέθηκαν θετικοί με κορωνοϊό και η οποία διέκοψε την οικονομική συνεργασία που διατηρούσε με ειδησεογραφική ιστοσελίδα μετά από σχετικά δημοσιεύματα, ο κ. Φράγκος έκανε λόγο για περίπτωση χειραγώγησης, προσθέτοντας ότι «ως ΕΣΚ και τηρώντας μια θέση αρχής, δεν είμαστε θιασώτες ούτε της κρατικοδίαιτης δημοσιογραφίας, ούτε και της απολύτως εξαρτώμενης δημοσιογραφίας από τη διαφήμιση».
«Το ιδανικό ασφαλώς είναι η βιωσιμότητα και η ευρωστία των ΜΜΕ να διασφαλίζεται μέσω της αποδοχής τους στην κοινή γνώμη, όπως αυτή μεταφράζεται ή ερμηνεύεται από τα νούμερα τηλεθέασης, την ακροαματικότητα, την επισκεψιμότητα και την κυκλοφορία, αν πρόκειται για εφημερίδες. Ωστόσο ειδικά στον τόπο μας, λόγω του μικρού μεγέθους της κυπριακής αγοράς η κρατική αρωγή, όσο και τα έσοδα από τις διαφημίσεις στα ΜΜΕ προσλαμβάνουν μεγαλύτερο ρόλο και χαρακτήρα από ό,τι σε μεγάλες χώρες, όπου η εξάρτηση των ΜΜΕ σε αυτές τις δύο πηγές εσόδων είναι μικρότερη», είπε ο κ. Φράγκος.
Το εν λόγω περιστατικό, πρόσθεσε, «ασφαλώς και διαρρηγνύει τα όρια της σωστής δεοντολογίας στη σχέση μεταξύ διαφημιζόμενου και διαφημιστή που στην προκειμένη περίπτωση είναι ένα ΜΜΕ» και θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, «διότι θα πρέπει να μιλούμε με όρους αρχών και δεοντολογίας και με όρους εμπορικής συναλλαγής και όχι με οποιουσδήποτε άλλους όρους επιβολής ή υποβολής ζητημάτων που εκφεύγουν αυτών των αρχών».
«Εκλείπει η αμεσότητα και ο διάλογος από τις διασκέψεις Τύπου»
Ερωτηθείς για τα περιοριστικά μέτρα και πώς αυτά επηρέασαν και επηρεάζουν την άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, ο πρόεδρος της ΕΣΚ είπε ότι «ο δημοσιογράφος προκειμένου να επιτελέσει τον ρόλο και την αποστολή του με επάρκεια πρέπει να βρίσκεται στην καρδιά των γεγονότων. Αυτή τη στιγμή η καρδιά των γεγονότων περικλείει κινδύνους για την προσωπική υγεία των δημοσιογράφων».
«Συνεπώς», συνέχισε, «η απόσταση από τα κέντρα λήψεως αποφάσεων και από εκεί όπου επισυμβαίνουν τα όσα επισυμβαίνουν, δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες και δυσχέρειες τόσο στον ενημερωτικό ρόλο της δημοσιογραφίας όσο και στον εποπτικό και ελεγκτικό ρόλο των δημοσιογράφων».
«Ναι μεν κάποιες δημοσιογραφικές διασκέψεις γίνονται χωρίς τη φυσική παρουσία των δημοσιογράφων και υποβάλλονται διαδικτυακά οι ερωτήσεις μέσω τρίτων, αλλά εκλείπει η αμεσότητα της υποβολής δευτερεύουσας ή της διευκρινιστικής ερώτησης. Εκλείπει ο διάλογος μεταξύ του δημοσιογράφου και του ερωτώμενου», επεσήμανε.
Γ. Παυλίδης: Στην αρχή της πανδημίας έγιναν λάθη από τους δημοσιογράφους
Ερωτηθείς για το επίπεδο του δημοσιογραφικού λόγου και ρόλου εν καιρώ πανδημίας, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας Γιώργος Παυλίδης είπε ότι τον πρώτο καιρό της πανδημίας, έγιναν κάποια λάθη τόσο από πλευράς δεοντολογίας όσο και δημοσιογραφικού λόγου «διότι αυτά τα δύο συνδέονται μεταξύ τους».
«Ήταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση και για τους δημοσιογράφους, μια κατάσταση που δεν έχουμε ξαναζήσει», είπε ο Γιώργος Παυλίδης, προσθέτοντας ότι αυτό το γεγονός δίνει κάποια ελαφρυντικά στους δημοσιογράφους, υπό την έννοια ότι χρειάστηκε κάποιος χρόνος για να προσανατολιστούν και να λειτουργήσουν σε αυτές τις πρωτόγνωρες και συνάμα δύσκολες συνθήκες.
Για παράδειγμα, είπε, στα πρώτα στάδια, υπήρξαν κάποιες υπερβολές στον τρόπο παρουσίασης των θεμάτων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι δημοσιογράφοι έκαναν τα θέματα πιο πομπώδη, προκαλώντας αχρείαστο «θόρυβο». Υπήρξε, ανέφερε ο κ. Παυλίδης, το στοιχείο της υπερβολής, ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες, κυρίως στους τίτλους των ειδήσεων, «οι οποίοι ήταν εντυπωσιακοί περισσότερο παρά ουσιαστικοί και είχαν πολύ χρώμα».
Όσον αφορά τα ηλεκτρονικά μέσα, όπως είπε, και πάλι στα αρχικά στάδια της κρίσης, η εκφορά του δημοσιογραφικού λόγου γινόταν και πάλι με έναν τρόπο που «ενίοτε είχε τον χαρακτήρα επικήδειου και άλλες φορές είχε τον χαρακτήρα πολεμικής ανακοίνωσης».
«Θεωρώ ότι οι δημοσιογράφοι, παρά τα λάθη που έκαμαν αρχικά, λειτούργησαν με μοναδικό γνώμονα την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Ήθελαν βεβαίως μέσα από αυτή την προσπάθεια να εξυπηρετήσουν και τα Μέσα τους, με την έννοια ότι ήθελαν να αυξήσουν την τηλεθέαση, την επισκεψιμότητα την ακροαματικότητα κ.λπ. Όμως αυτό κινήθηκε λίγο πολύ μέσα στα επιτρεπτά πλαίσια», είπε ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
«Στην πορεία, θεωρώ ότι επήλθε μια ισορροπία στη δημοσιογραφική κάλυψη και παρουσίαση των θεμάτων», συμπλήρωσε και πρόσθεσε ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης. Εκεί που, κατά την άποψή μου, χρειαζόμαστε ακόμη δουλειά είναι στο θέμα της παρουσίασης των θεμάτων με τρόπο, ώστε να μη δημιουργούνται ενοχές στον κόσμο για αυτά που συμβαίνουν και να μεγιστοποιούνται οι όποιες ατασθαλίες παρουσιάζονται».
«Τα κρούσματα που καταγράφηκαν λόγω ανευθυνότητας του κόσμου ήταν περιορισμένα» είπε και προέτρεψε τα ΜΜΕ να μην παρουσιάζουν τις παραβιάσεις των σχετικών διαταγμάτων ωσάν να πρόκειται για τη διάπραξη κάποιου σοβαρού εγκλήματος.
Είπε, επίσης, ότι η επανάληψη και η γενίκευση κάποιων θεμάτων μπορεί να δημιουργήσει μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας, σημειώνοντας ότι η δημοσιογραφική κάλυψη των εξελίξεων δεν θα πρέπει να γίνει με τρόπο που να επιτείνει τα φαινόμενα ανθρωποφαγίας, κανιβαλισμού και στιγματισμού έναντι όσων μολύνθηκαν με τον ιό, φέροντας ως παράδειγμα τον τρόπο που έτυχε κάλυψης η πρώτη περίπτωση του γιατρού του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Ο κ. Παυλίδης έκανε λόγο για θυματοποίηση του συγκεκριμένου γιατρού, τόσο από τα ΜΜΕ αλλά και από την πολιτεία, και οφείλουν, όπως είπε, «να του πουν ένα μεγάλο συγνώμη για τον απαράδεκτο τρόπο χειρισμού».
«Γενικά, οι δημοσιογράφοι έπαιξαν πολύ σωστά τον ρόλο τους στην ενημέρωση του κοινού και κάλυψαν τα ζητήματα με την απαιτούμενη, με βάση των κώδικα δεοντολογίας, ακρίβεια. Θεωρώ ότι η δημοσιογραφία κινήθηκε στο σωστό πλαίσιο. Έγινε και διερευνητική δουλειά και ασκήθηκε και κριτική εκεί και όπου έπρεπε να ασκηθεί. Γενικά, θεωρώ ότι ως δημοσιογραφική οικογένεια ανταποκριθήκαμε στις απαιτήσεις, ωστόσο υπήρξαν εξαιρέσεις, οι οποίες δυστυχώς προκαλούν αλλοίωση της γενικότερης εικόνας», ανέφερε ακόμη ο κ. Παυλίδης.
Ερωτηθείς εάν έχουν υποβληθεί παράπονα στην Επιτροπή για παραβίαση του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ο κ. Παυλίδης απάντησε καταφατικά, λέγοντας ότι κυρίως αυτό που ενοχλεί τον κόσμο είναι η ακρίβεια των πληροφοριών.
«Θεωρώ ότι πρέπει να δείξουμε ανοχή για τον τρόπο που λειτούργησαν ορισμένα Μέσα, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια», είπε και πρόσθεσε ότι τα λάθη που ακολούθησαν αυτή την περίοδο θα εξεταστούν με περισσότερη αυστηρότητα από την Επιτροπή. «Δεν επιτρέπεται και δεν υπάρχουν ελαφρυντικά για παραβίαση του άρθρου της ακρίβειας σήμερα», είπε ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δεοντολογίας, λέγοντας ότι η περίοδος προσανατολισμού και εναρμόνισης με τα νέα δεδομένα έχει τελειώσει.
«Οι δημοσιογράφοι δεν είναι ούτε νεροκουβαλητές ούτε χαμάληδες ειδήσεων»
Ερωτηθείς για τον ρόλο των δημοσιογράφων την περίοδο κρίσεων, ο κ. Παυλίδης είπε ότι «ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι πάντα ο ίδιος και δεν αλλάζει. Ίσως η οξύτητα με την οποία κάνουμε την κριτική μας να διαφέρει, αλλά αν οι δημοσιογράφοι διακρίνουν μέσα από την έρευνά τους ότι κάποια πράγματα δεν γίνονται σωστά, τότε, ναι, πρέπει να τα δημοσιοποιούν και να ασκούν κριτική».
«Για παράδειγμα, θεωρώ ότι πολύ σωστά έπραξαν, κυρίως οι εφημερίδες αλλά και άλλα Μέσα, όταν άσκησαν κριτική μέσα από τα ρεπορτάζ τους για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν τα νοσοκομεία», είπε, σημειώνοντας ότι «ο υπεύθυνος τρόπος με τον οποίο ασκήθηκε η κριτική ίσως οδήγησε και τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους να διορθώσουν τα λάθη τους. Αλίμονο αν σε περιόδους ακόμα και έκτακτης ανάγκης, οι δημοσιογράφοι αποποιούνταν του δικαιώματος άσκησης ελέγχου».
Τόνισε ότι οι δημοσιογράφοι «δεν είναι νεροκουβαλητές και χαμάληδες ειδήσεων», λέγοντας ότι δεν υπάρχουν ιερές αγελάδες και πρόσωπα που είναι υπεράνω κριτικής. «Από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέχρι τον τελευταίο λειτουργό της υγείας, θεωρώ ότι θα πρέπει να δέχονται κριτική και δεν πρέπει να υπάρχουν εξαιρέσεις, πάντα με στόχο την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος».
«Θα πρέπει να ανακοινώνονται τα ονόματα των δημοσιογράφων που υποβάλλουν ερωτήσεις»
Ερωτηθείς για τα περιοριστικά μέτρα και πως επηρέασαν την άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, ο κ. Παυλίδης είπε ότι όπως οι δημοσιογράφοι, έτσι και η πολιτεία, στο αρχικό στάδιο της κρίσης, έκανε λάθη, χαρακτηρίζοντας απαράδεκτη, από κάθε άποψη, «την προσπάθεια ποδηγέτησης των ΜΜΕ από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών».
«Ευτυχώς αντέδρασαν άμεσα όλα τα Μέσα και όλοι οι δημοσιογράφοι και εξαναγκάστηκε η κυβέρνηση να αναθεωρήσει την αρχική της τοποθέτηση», είπε, προσθέτοντας ότι τα περιοριστικά μέτρα δικαιολογούνται. «Δεν περιέπεσε στην αντίληψη μου ότι δημοσιογράφοι εμποδίστηκαν να κάμουν τη δουλειά τους λόγω των περιοριστικών μέτρων».
Αναφερόμενος στη διαδικασία υποβολής ερωτήσεων κατά τις διασκέψεις Τύπου μέσω τρίτων, όπως γίνεται με τη διάσκεψη Τύπου του Υπουργείου Υγείας για τα κρούσματα, ο κ. Παυλίδης είπε ότι «για λόγους ακρίβειας και αλήθειας πρέπει να λέγονται τα ονόματα των δημοσιογράφων που υποβάλλουν τις ερωτήσεις και τα Μέσα τα οποία εκπροσωπούν. Στο κάτω–κάτω κρίνεται και ο δημοσιογράφος και οι ερωτήσεις που υποβάλλει».
«Δεν τιμωρείς τα ΜΜΕ όταν λένε την αλήθεια και εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον»
Ερωτηθείς για το θέμα των εξαρτήσεων και πιέσεων προς τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο, με αφορμή και το θέμα της διακοπής της οικονομικής συνεργασίας υπεραγοράς με ειδησεογραφική ιστοσελίδα αφότου η τελευταία δημοσίευσε κάποια αρνητικά δημοσιεύματα για υπεραγορά, ο κ. Παυλίδης είπε ότι ότι «οι δημοσιογράφοι της Offsite λειτούργησαν σωστά δημοσιογραφικά, προσπάθησαν να διασταυρώσουν τις πληροφορίες που είχαν, έδωσαν το δικαίωμα απάντησης στην επηρεαζόμενη εταιρεία, που είναι πολύ σημαντικό άρθρο του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, και μάλιστα έδωσαν και χρόνο στην εταιρεία για να δει πώς θα αντιμετωπίσει το θέμα».
«Αν τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας ανταποκρίνονται στην αλήθεια, τότε δυστυχώς ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε η εταιρεία, κατά την άποψη μου, είναι απαράδεκτος. Δηλαδή, δεν τιμωρείς τα Μέσα όταν λένε την αλήθεια και εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον που στην προκειμένη περίπτωση έχει να κάμει με την υγεία». Είπε ότι περιποιεί τιμή στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα και είναι άξια συγχαρητηρίων για τη στάση της ιδιαίτερα αυτή την περίοδο που τα ΜΜΕ έχουν ανάγκη από έσοδα από τη διαφήμιση.
Κληθείς να σχολιάσει την κριτική προς τους δημοσιογράφους ως προς τον όρο «κρούσματα» που χρησιμοποιούν για ασθενείς με κορωνοϊό, ο κ. Παυλίδης είπε τους όρους αυτούς δεν τους εφηύραν οι δημοσιογράφοι, αλλά οι επιστήμονες, προσθέτοντας ότι αυτό που πρέπει να αποφεύγεται είναι η επικέντρωση και η επανάληψη αυτών των λέξεων και όρων.
Χαρακτήρισε, επίσης, απαράδεκτες τις αναρτήσεις σε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης που τσουβαλιάζουν τους δημοσιογράφους και τους εύχονται τα χειρότερα. «Αυτό είναι κανιβαλισμός, δεν είναι υγιής αντίδραση από πλευράς των πολιτών», ανέφερε ο Γιώργος Παυλίδης.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας αναφέρθηκε και στο φαινόμενο των fake news, το οποίο χαρακτήρισε ως ιδιαίτερα επικίνδυνο, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων, όπως η παρούσα που διανύουμε, και κάλεσε τα ΜΜΕ να είναι πολύ προσεκτικά σ’ αυτό το θέμα.