Mετά τον φρενήρη καλπασμό στις τιμές των καυσίμων, άρχισε την τελευταία εβδομάδα να παρατηρείται μια μικρή μείωση η οποία εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί.

Από το περασμένο Σάββατο η τιμή της βενζίνης μειώθηκε κατά δύο σεντ το λίτρο και του πετρελαίου κίνησης κατά πέντε σεντ το λίτρο, ενώ η πτωτική τάση συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες.

Σύμφωνα με το παρατηρητήριο τιμών των καυσίμων που διατηρεί η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείο Εμπορίου, η μέση τιμή της αμόλυβδης βενζίνης 95 βρίσκεται στο 1,419 το λίτρο. Το πετρέλαιο κίνησης 1,631 και πετρέλαιο θέρμανσης 1,172 το λίτρο. Η δε κηροζίνη έχει μέση τιμή το 1,213 το λίτρο. Υπάρχει ωστόσο μια διακύμανση στις τιμές αναλόγως πρατηρίου, κάτι που μπορούν οι πολίτες να το εξετάσουν μέσω διαδικτύου στο παρατηρητήριο τιμών.

Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Ιούλιο κι ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκονταν σε εξέλιξη, η τιμή της βενζίνης και του πετρελαίου έφτασαν κοντά στα δύο ευρώ το λίτρο.

Όπως δήλωσε στο Κανάλι 6 ο Αντρέας Χρίστου – Ανώτερος Λειτουργός της Υπηρεσίας Προστασίας του Καταναλωτή και υπεύθυνος του κλάδου πετρελαιοειδών “κανένας δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει με ακρίβεια πόσο θα διαρκέσουν οι υφιστάμενες τιμές, καθότι οι τιμές των καυσίμων είναι κάτι όπως το χρηματιστήριο και εξαρτώνται από τις διεθνείς τιμές”.

Σημειώνεται ότι οι διεθνείς τιμές άρχισαν να σταθεροποιούνται λίγο πιο πάνω από τα 80 δολάρια το βαρέλι στο αργό πετρέλαιο.

Ένα θέμα που αναμένεται να απασχολήσει τους ειδικούς στον τομέα της ενέργειας πάντως, είναι η μείωση των αποθεμάτων πετρελαιοειδών στις ευρωπαϊκές αποθήκες. Μπορεί οι περισσότερες χώρες να έχουν αγοράσει από νωρίς αποθέματα, ωστόσο θεωρείται δεδομένο ότι σε κάποια φάση η ζήτηση αυξηθεί.

Στο μεταξύ, φαίνεται ότι άρχισε να καταγράφεται μείωση και στις τιμές των εμπορευματοκιβωτίων που φθάνει μέχρι και το 20%. Η μείωση συνεχίζεται για 43 εβδομάδες σύμφωνα με τον ναυτιλιακό οίκο Drewery.

Οι εκτιμήσεις που γίνονται από αρμόδιους σε θέματα ναύλων, αναφέρουν ότι την θετική αντανάκλαση στους καταναλωτές από την πτωτική πορεία των τιμών των εμπορευματοκιβωτίων, ενδέχεται να την αισθανθούν οι καταναλωτές σε διάστημα δύο με τριών μηνών.