Του Μιχάλη Πουργουρίδη

Μέσα στα όσα μας συναρπάζουν στη σχέση με τον αγαπημένο μας ποιητή Νίκο Καββαδία (11.1.1910-10.2.1975) είναι και τα πλοία, με τα οποία έκανε τα ταξίδια του. Αυτά στα οποία – μέσα από την κουκέτα του ασυρματιστή – έγραφε τα ποιήματα ή το μοναδικό του μυθιστόρημα, τη «Βάρδια».

Ο Καββαδίας ξεκινά με το φορτηγό «Άγιος Νικόλαος» το 1929 και συνεχίζει κυρίως με εμπορικά μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο (ταξιδεύοντας και με το ατμόπλοιο «Πολικός»). Το 1934 ο Καββαδίας ναυτολογήθηκε στο s/s Ιόνιον.

Από αυτό προήλθε και ο σχετικός τίτλος του δίσκου των «Ξέμπαρκων», που κυκλοφόρησε το 1986 με μελοποιημένα ποιήματα του (διαφορετικά ως επί το πλείστον, απ’ αυτά που παρουσίασε ο Θ. Μικρούτσικος στον «Σταυρό του Νότου»).

Όπως αναφέρει και ο μελετητής του Καββαδία, ακαδημαϊκός Μίμης Σοφοκλέους, στο πρόσφατο βιβλίο του «Μελβούρνη και Λεμεσός – Δύο λιμάνια του Νίκου Καββαδία» (Εκδόσεις Αφή-2016), το ferry-boat «Απολλωνία» το οποίο ανήκε στη Ναυτιλιακή εταιρεία ΕΛΜΕΣ έκανε τη γραμμή Ανκόνα-Κέρκυρα-Πειραιάς-Ρόδος-Λεμεσός. Υπάρχει φυσικά και το περίφημο “S/S CYRENIA” στο οποίο ο ποιητής εμπνεύστηκε το ποίημα “Οι επτά νάνοι στο S/S CYRENIA”.

Το πλοίο αυτό ταξίδεψε στη γραμμή της Αυστραλίας από το 1949 έως το 1952. Τον Απρίλιο του 1954 επανέλαβε τα δρομολόγια Ελλάδας – Αυστραλίας, τα συνέχισε ανελλιπώς μέχρι τον Δεκέμβριο του 1956. Τα γεγονότα του Σουέζ, η εθνικοποίηση της διώρυγας από τον Νάσερ, η καταστροφική για τους Αγγλο-Γάλλους επέμβασή τους στην περιοχή και τελικά το κλείσιμο του διαύλου, ανάγκασε την εταιρεία να διακόψει τα δρομολόγια των πλοίων της.

Μετά τον πόλεμο, ο Καββαδίας για να ικανοποιήσει την επιθυμία της μητέρας του, αρχίζει να ταξιδεύει με τα επιβατηγά της ναυτιλιακής εταιρείας ΕΛΜΕΣ. Από το “Κορινθία” και το “Κυρήνεια”, μέχρι το “Aquarius” το «Λυδία» και το «Απολλωνία».

Ενδιάμεσα, βέβαια, κάνει και κάποια μικρά διαλείμματα και ξαναφεύγει με φορτηγά για να θυμηθεί τα παλιά…

Η αναφορά μας στα καράβια του Καββαδία και η αφορμή να γραφτεί το κείμενο αυτό, μου θύμισε ένα προσωπικό γεγονός 45 χρόνια πριν.

Είναι κάποιες στιγμές που έζησα – όπως όλοι μας – και νόμιζα ότι τις είχα ξεχάσει, αλλά αυτές υπάρχουν μέσα μας, λες και δεν έχουν σβήσει ή ξεθωριάσει ποτέ. Κάποτε και με κάποια αφορμή έρχονται ξανά στο φως και νιώθω ότι ο χρόνος σταματά, όχι απλά για να μου τις θυμίσει, αλλά για να με γεμίσει πάλι με τα ίδια αισθήματα και άθελα μου να διαπιστώσω πως οι καιροί έχουν αλλάξει, χάνοντας την απλότητα, ομορφιά ή συγκίνηση και φυσικά την αλήθεια τους.

Τον Ιούλιο του 1975 η οικογένεια του θείου μου Κώστα και Χρυσταλλένης Αλεξάνδρου αποφάσισε να μεταναστεύσει στη Νότιο Αφρική σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Εκεί ζούσε ο μικρότερος αδερφός του θείου μου – Στελλάκης – ο οποίος ήταν εγκατεστημένος οικογενειακά και δημιουργημένος επαγγελματικά.

Έτσι, λοιπόν, εκείνο το ζεστό απόγευμα, βρεθήκαμε όλοι στο Νέο Λιμάνι της Λεμεσού για να αποχαιρετίσουμε μια συγγενική οικογένεια, που η προσφυγιά την ανάγκασε να φύγει για μια άλλη ήπειρο, για μια χώρα που δεν ήταν σίγουρα η κατάλληλη, ούτε ως επιλογή, προπάντων, όμως, δεν παρείχε ασφάλεια.

Το 1991 η οικογένεια επαναπατρίστηκε, ο θείος μου έφυγε από τη ζωή το 2004, η θεία μου με τα παιδιά, τα εγγόνια της, τον τρίτο της γιό (Μιχάλη) που γεννήθηκε στη Ν. Αφρική, είναι τώρα εγκατεστημένοι στη Λεμεσό με τις οικογένειες τους.

Το πλοίο, λοιπόν, με το οποίο ταξίδευε η οικογένεια του θείου και τη θείας ήταν το «Απολλωνία». Δυστυχώς στη φωτογραφία δεν φαίνεται ούτε το όνομα του πλοίου, που είναι συνήθως γραμμένο στην πρύμνη και την πλώρη, αλλά ούτε και το φουγάρο από το οποίο μπορείς να ξεχωρίσεις ποιο καράβι είναι.

Δεν γνώριζα φυσικά τότε, στην ηλικία των 12 χρονών, ότι ο μετέπειτα αγαπημένος μου ποιητής «όργωνε» με το πλοίο αυτό τη Μεσόγειο από το 1966-1972. Το κάτασπρο πλοίο, που έβλεπα μπροστά μου με τα φουγάρα του να βγάζουν μαύρο καπνό, ήταν έτοιμο να πάρει μακριά τα αγαπημένα μας πρόσωπα.

H οικογένεια Αλεξάνδρου θα ταξίδευε με τη γραμμή Λεμεσός – Πειραιάς και μετά από την Αθήνα αεροπορικώς με την «Ολυμπιακή» για το Γιοχάνεσμπουργκ. Κι ύστερα μόνιμη εγκατάσταση και δουλειά στη Πραιτόρια.

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία που βλέπετε απεικονίζει τη στιγμή της αναχώρησης. Την ανακάλυψα στα παλιά άλμπουμ της μητέρας μου. Tραβηγμένη με μια φωτογραφική της τότε εποχής, Agfa ή Kodak, που δεν είχε «ζουμ», ούτε μπορούσε, λόγω απόστασης, να εστιάσει σε πρόσωπα. Η φωτογραφία, όμως, είναι γεμάτη συναισθήματα. Και αυτών που έφευγαν και αυτών που έμεναν.

Και στο «μπουλούκι» που φαίνεται εκεί στην είσοδο – στο αμπάρι του καραβιού – εικονίζονται σίγουρα ο θείος Κώστας, που ήταν τότε 37 χρονών, η Χρυσταλλένη 31 ετών και τα ξαδέρφια μου Αλέξης και Μαργαρίτα, στις ηλικίες των 7 και 4 χρονών αντίστοιχα.

Πατούσα το κουμπί της μηχανής θέλοντας να αποτυπώσω σε φόντο, μαύρο-γκρίζο-άσπρο, μια οικογένεια με δύο μικρά παιδιά, που αναγκάζεται να φύγει από την χώρα της. Που προσφυγοποιήθηκε πριν ένα χρόνο, φεύγοντας από την Αμμόχωστο, που έχασε τα πάντα και τώρα «εκδιώκεται» παρά τη θέληση της σε μια ξένη, εντελώς χώρα. Ξένη από κάθε άποψη. Γλώσσα, συνήθειες, περιβάλλον, νοοτροπία, ήθη και έθιμα, θρησκεία. Τα πάντα..!

Πατούσα τόσο δυνατά το κουμπί της μηχανής για να βγάλω φωτογραφίες, θέλοντας να είμαι σίγουρος ότι «θα βγουν» και θα ‘ναι «καθαρές», λες και είχε σημασία! Χωρίς να ξέρω τι θα τυπωνόταν στο χαρτί, αφού αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να δει κάποιος τότε και εκ των υστέρων, πόσο «καλό» ήταν το μάτι και πόσο «σταθερό» το χέρι.

Σε ένα φιλμ των 24 ή των 36 φωτογραφιών (που δεν ήξερες ποτέ τι θα έβγαινε μετά τον καθαρισμό του) ήθελα και να «απαθανατίσω» και να «σταματήσω» την ώρα της επιβίβασης. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι προσπαθώντας να φέρω εις πέρας την αποστολή που μου ανάθεσαν και ζώντας παράλληλα τη στιγμή της αναχώρησης, τα δάκρυα μου γέμισαν το σημείο που βάζεις το μάτι για να φωτογραφήσεις.

Το μικροσκοπικό πλαστικό γυαλί μέσα από το οποίο εστίαζα θόλωσε, κι η φωτογραφία, κοιτώντας την τόσα χρόνια μετά, είναι «γεμάτη» αισθήματα όχι μόνο της στιγμής, αλλά μιας ολόκληρης της εποχής.

* Ο τίτλος του κειμένου είναι παρμένος από τον πρώτο στίχο του τραγουδιού «Για τον Καββαδία» του Αντώνη Παπαιωάννου σε μουσική Θανάση Γκαιφύλλια, που κυκλοφόρησε στο άλμπουμ «Φύλλο Πορείας» το 1985.

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6