Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) ανακοίνωσε την Τετάρτη πως απορρίπτει αγωγή για αποζημίωση που κατέθεσαν κάτοχοι ελληνικών χρεογράφων, τα οποία ήταν μέρος της αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2012.
 
Οι ενάγοντες ζητούσαν ενώπιον του ΓΔΕΕ να αποκατασταθεί η ζημιά που υπέστησαν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της υποχρεωτικής ανταλλαγής κρατικών χρεογράφων λόγω ενεργειών του Eurogroup, του προέδρου του σώματος, των αρχηγών κρατών/ κυβερνήσεων της ευρωζώνης και της Κομισιόν.
 
Το ΓΔΕΕ απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή με το επιχείρημα πως οι αποφάσεις του Eurogroup έχουν άτυπο και διακυβερνητικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου οι δηλώσεις της δεν μπορούν να καταλογιστούν στην Ένωση, κάτι που σημαίνει πως το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της τη νομιμότητάς τους.
 
Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, η διακυβερνητική φύση του Eurogroup συνεπάγεται πως οι αποφάσεις του δεν εμπίπτουν στο δίκαιο της ΕΕ, και ως εκ τούτου οι επίμαχες ενέργειες δεν μπορούν να καταλογιστούν ούτε στην Κομισιόν.
 
Το ΓΔΕΕ θεωρεί επίσης πως δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, καθώς οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι βρίσκονταν σε κατάσταση διαφορετική από άλλους ιδιώτες κατόχους ελληνικών χρεογράφων, αλλά και πως η ζημιά που υπέστησαν οι ενάγοντες αντιστοιχεί στους συνηθισμένους οικονομικούς κινδύνους που απορρέουν από τον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
 
Το ιστορικό
 
Το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ υπενθυμίζει στην ανακοίνωση πως στις 15 Φεβρουαρίου 2012, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι Κεντρικές Τράπεζες των κρατών της ευρωζώνη υπέγραψαν συμφωνία με την Ελλάδα για ανταλλαγή των ελληνικών χρεογράφων που κατείχαν η ΕΚΤ και οι εθνικές Κεντρικές Τράπεζες «με νέα χρεόγραφα, με ίδια ονομαστική αξία, επιτόκιο, ημερομηνίες καταβολής τόκων και αποπληρωμής, αλλά με διαφορετικούς αριθμούς σειράς και διαφορετικές ημερομηνίες».
 
Κατά το ίδιο διάστημα, προστίθεται, οι ελληνικές αρχές και ο ιδιωτικός τομέας «συμφώνησαν σε οικειοθελή ανταλλαγή και μείωση κατά 53,5 % της αξίας των χρεογράφων τα οποία κατείχαν οι ιδιώτες πιστωτές [Private Sector Involvement (PSI)]», με το Eurogroup να δηλώνει στις 21 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους πως προσδοκούσε τη συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στην εν λόγω οικειοθελή ανταλλαγή χρεογράφων.
 
Όπως σημειώνεται, οι ενάγοντες, κάτοχοι ελληνικών χρεογράφων, μετείχαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους στο πλαίσιο του PSI καθώς είχαν απορρίψει την προσφορά οικειοθελούς ανταλλαγής.
 
Για την εκτίμηση του ενδεχόμενου καταλογισμού των επίδικων μέτρων στην Ένωση το ΓΔΕΕ επικαλείται την απόφαση του ΔΕΕ, της 20ης Δεκεμβρίου 2020, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-597/18 P Συμβούλιο κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ., C-598/18 P Συμβούλιο κατά Μπουρδούβαλλη κ.λπ., C-603/18 P, C-604/18 P.
 
 
Η απόφαση
 
Ειδικότερα, το ΓΔΕΕ «υπενθυμίζει ότι το Eurogroup «σχεδιάστηκε ως διακυβερνητικό όργανο, εκτός του θεσμικού πλαισίου της Ένωσης, με σκοπό να παράσχει στους υπουργούς των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν και να συντονίζουν τις απόψεις τους επί ζητημάτων σχετικών με τις κοινές αρμοδιότητές τους όσον αφορά το ενιαίο νόμισμα. Ως εκ τούτου, λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού επιπέδου για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ».
 
Το Eurogroup, προστίθεται, «έχει άτυπη φύση η οποία εξηγείται από τον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκε, δηλαδή, να διαθέτει η οικονομική και νομισματική ένωση ένα διακυβερνητικό εργαλείο συντονισμού, χωρίς παράλληλα να επηρεάζεται η αποστολή του Συμβουλίου, το οποίο βρίσκεται στον πυρήνα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Ένωσης στον τομέα της οικονομικής πολιτικής ούτε η ανεξαρτησία της ΕΚΤ».
 
Αυτό που προκύπτει από τα πιο πάνω είναι πως οι δηλώσεις του Eurogroup «δεν μπορούν να καταλογιστούν στην Ένωση, με αποτέλεσμα το ΓΔΕΕ να μην έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της τη νομιμότητάς τους, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, με σκοπό την εκτίμηση της ανάληψης πιθανής εξωσυμβατικής ευθύνης».
 
Επίσης, «λόγω του διακυβερνητικού της χαρακτήρα η κοινή δήλωση των αρχηγών κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ στη σύνοδο κορυφής της ζώνης για το ευρώ (Euro summit) δεν εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης» κάτι που σημαίνει πως «ούτε στην Επιτροπή μπορούν να καταλογισθούν οι επίμαχες πράξεις» σύμφωνα με το ΓΔΕΕ.
 
Όσον αφορά την κατηγορία για «κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης», το ΓΔΕΕ υπενθυμίζει ότι «η γενική αυτή αρχή επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση».
 
Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το ΓΔΕΕ «οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι βρίσκονταν σε κατάσταση διαφορετική από εκείνη άλλων ιδιωτών κατόχων ελληνικών χρεογράφων, συμπεριλαμβανομένων των νομικών προσώπων».
 
«Τέλος, η ζημία την οποία προβάλλουν οι ενάγοντες αντιστοιχεί στους οικονομικούς κινδύνους που συνήθως απορρέουν από τις εμπορικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό κλάδο (συναλλαγές επί εμπορεύσιμων κρατικών χρεογράφων), πράγμα που ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που ένα κράτος εμφανίζει, όπως η Ελλάδα από τα τέλη του 2009, μειωμένη πιστοληπτική διαβάθμιση» καταλήγει η ανακοίνωση του ΓΔΕΕ.