Η ενότητα και η συνεχής προσπάθεια μέσα από τα «όπλα» που προσφέρει το διεθνές δίκαιο, η ΕΕ και ευρύτερα οι αρχές του δικαίου είναι ο τρόπος για να αποτρέψουμε τις επιδιώξεις της Τουρκίας, ανέφερε σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Νίκος Αναστασιάδης.
Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους, μετά το μνημόσυνο των πεσόντων της τουρκικής εισβολής, στον Καθεδρικό Ναό Αποστόλου Βαρνάβα, στη Λευκωσία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι σήμερα «είναι μέρα μνήμης για όσα συνέβησαν πριν και σε όσα ακολούθησαν μετά το προδοτικό πραξικόπημα. Είναι μέρα μνήμης για τις κατεχόμενες περιοχές της πατρίδας μας, μέρα μνήμης για τα όσα λάθη διαπράξαμε αλλά και για τις έκνομες ενέργειες που συνεχίζουν να υπάρχουν.
Είναι και μέρα τιμής για όσους έδωσαν τη ζωή τους αγωνιζόμενοι για τη δημοκρατία και τη συνταγματική τάξη, την εδαφική ακεραιότητα και την ελευθερία της πατρίδας μας.
Μέρα τιμής για όσους αγνοούνται ύστερα από μάχες στα πεδία των μαχών ή άλλως πως και για όσους, όμως, αγωνιζόμενοι έπεσαν. Την ίδια ώρα, μέρα προβληματισμούς για το πώς αντιμετωπίζουμε την οξυνόμενη τουρκική αδιαλλαξία και πώς αποτρέπουμε τις επιδιώξεις της Τουρκίας.
Για αυτό και η έκκληση, ο τρόπος, η οδός δεν είναι άλλη από την ενότητα και τη συνεχή προσπάθεια μέσα από τα ‘όπλα’ που προσφέρει το διεθνές δίκαιο, η ΕΕ, ευρύτερα οι αρχές του δικαίου».
Κληθείς να σχολιάσει εξαγγελίες του Τουρκοκύπριου ηγέτη για μερική άρση του στρατιωτικού καθεστώτος στο Βαρώσι, ο Πρόεδρος είπε ότι «δεν μπορώ να σχολιάσω, δεν έχω υπόψη μου τι ακριβώς είπε ή εξήγγειλε ο κ. Τατάρ, είτε τι είπε ο κ. Ερντογάν. Θα απαντήσω όταν λάβω γνώση. Σίγουρα αν εξαγγέλθηκε κάτι ανάλογο είναι απαράδεκτο. Αλλοιώνει ή είναι προσπάθεια αλλοίωσης του στάτους κβο της Αμμοχώστου, όπως καθορίζεται από τα ψηφίσματα 550 και το 789 και ανάλογες θα είναι οι αντιδράσεις μας».
Κληθείς να σχολιάσει την τουρκική αξίωση περί δύο κρατών ώστε να επαναρχίσει ο διάλογος για το Κυπριακό, ο Πρόεδρος είπε ότι «θα ήταν ευκολότερο και σε μένα να θέσω ως όρο προ της έναρξης των διαπραγματεύσεων τον τερματισμό των εγγυήσεων, την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, τις εδαφικές αναπροσαρμογές και όσα επιτέλους έχουν γίνει εις βάρος της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Συνεπώς, δεν είναι ποιος θέτει προαπαιτούμενα. Δεν είναι μόνο τι θα πάρουν οι Τουρκοκύπριοι. Επιτέλους είναι και τι είναι έτοιμοι να δεχθούν με βάση το διεθνές δίκαιο».