Ενώπιον της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής βρέθηκαν σήμερα αξιωματούχοι της Αστυνομίας, εκπρόσωποι του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της Νομικής Υπηρεσίας για το τι μέλει γενέσθαι μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την 19χρονη βρετανίδα.

Υπενθυμίζεται το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του στις 31 Ιανουαρίου αθωώνει την 19χρονη τότε Βρετανίδα για την κατηγορία της πρόκλησης δημόσιας βλάβης για την καταγγελία της για ομαδικό βιασμό της από 12 Ισραηλινούς στην Αγιά Νάπα το 2019.

Η εξέλιξη αυτή σύμφωνα με νομικούς κύκλους, θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να ανοίξει το κεφάλαιο των ευθυνών μελών της Αστυνομίας που χειρίστηκαν την υπόθεση, αλλά και του πρωτόδικου δικαστηρίου της Αμμοχώστου για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβαν την αρχική απόφαση και το πώς χειρίστηκαν την υπόθεση, κρίνοντας ψευδή την καταγγελία της νεαρής βρετανίδας.

Εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας, ανέφερε πως η απόφαση του Ανωτάτου μελετάται επισταμένα. Επίσης έχει ζητηθεί από την Αστυνομία και προωθήθηκε ο φάκελος της καταγγελίας για βιασμό. Σημείωσε ακόμα ότι συστάθηκε ομάδα στη Νομική Υπηρεσία, υπό το φως της απόφασης του Ανωτάτου με σκοπό να επαναξιολογηθεί η περαιτέρω πορεία της αρχικής καταγγελίας της 19χρονης τότε Βρετανίδας.

Από την πλευρά της η προϊστάμενη του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος της Αστυνομίας, Κυριακή Λαμπριανίδου, τόνισε πως σε ό,τι αφορά της υποθέσεις βιασμού, εκπονήθηκαν πιο λεπτομερή πρωτόκολλα το 2021 τα οποία δεν υπήρχαν το 2019. Από το Νοέμβριο του 2020 ήρθαν στην Κύπρο βρετανίδες εμπειρογνώμονες, για να αξιολογήσουν τον τρόπο ερευνάς. Οι καταγγελίες έμφυλης βίας, όπως είπε, αυξήθηκαν κατά 45%, κάτι που η Αστυνομία εκτιμά ότι οφείλεται σε καλύτερους χειρισμούς που γίνονται.

Παρέμβαση έκανε η εκπρόσωπος του Δικτύου ενάντια στη βία κατά των γυναικών, Ζέλια Γρηγορίου, υποστηρίζοντας πως ο ανακριτής στην υπόθεση της 19χρονης πήρε προαγωγή και βρίσκεται εκτός Κύπρου, υποστήριξε ακόμα ότι ήταν κύριος μάρτυρας σε υπόθεση μαστροπείας η οποία διακόπηκε λόγω λαθών που έκανε. Η αναφορά αυτή προκάλεσε την αντίδραση βουλευτών που ζήτησαν γραπτή ενημέρωση από την Αστυνομία.