Του Μιχάλη Πουργουρίδη

 Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγα σε συναυλία και έφυγα «πλήρης», «γεμάτος» και ικανοποιημένος.

Την Δευτέρα 26.06.2023, στο «Σκαλί» Αγλαντζιάς, παρακολούθησα την Δήμητρα Γαλάνη και την Μάρθα Φριντζήλα, σε ένα πρόγραμμα που παρουσιάζουν από τον περασμένο Μάρτιο, με τίτλο «Σ ένα κύμα του Νότου». Μια ουσιαστική και συγκεκριμένη (βάσει και του τίτλου της) παράθεση τραγουδιών, με άποψη, ροή και γνώμονα την «ανάκληση της μνήμης», όπως ανέφερε στη συναυλία και η ίδια η Γαλάνη.

Σ’ ένα πρόγραμμα διάρκειας δύο ωρών «ταξιδέψαμε» μέσω θαλάσσης στα Μικρασιάτικα παράλια («Έχε γεια Παναγιά», «Θα σπάσω κούπες») και στα Ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Θυμηθήκαμε τις μουσικές και τα τραγούδια της Ελένης Καραίνδρου, που έγραψε για την ταινία της Τώνιας Μαρκετάκη «Η τιμή της αγάπης». Διαπιστώσαμε ξανά ότι οι «πηγές του Ελληνικού τραγουδιού» είναι τα τραγούδια του Άκη Πάνου, του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη κ.α. Νοσταλγήσαμε στα δύο «θαλασσινά» κινηματογραφικά τραγούδια του Χατζιδάκι που έγραψε για την Βουγιουκλάκη («Θάλασσα πλατιά», «Μες σ’ αυτή τη βάρκα»). Συγκινήθηκα όταν άκουσα το τραγούδι «Σαν τον μετανάστη» του Ζ. Λιβανελλί και σκέφτηκα όπως πολλοί θεατές εκείνη την ώρα, το ναυάγιο της 14 Ιουνίου λίγο έξω από την Πύλο.

Βλέποντας την Δήμητρα Γαλάνη, ακούγοντας την να τραγουδά και να αναφέρεται στο τι την/τις έσπρωξε να ετοιμάσουν αυτή τη θεματική συναυλία περνούσε από τη σκέψη μου το «βάρος» της καλλιτεχνικής της πορείας, ο «όγκος» του ρεπερτορίου της, η «έκταση» και το εύρος» της προσωπικότητας και της οντότητας της.

Οι δίσκοι της, «Της Γης το χρυσάφι» και «Αθανασία» (Χατζιδάκις-Γκάτσος), η συνεργασία της με τον Δ. Μούτση στα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα, με τον Τσιτσάνη, τον Κραουνάκη, τον Μικρούτσικο, τον Σπανό, τον Χατζηνάσιο, τον Λοίζο, τους «Χάνομαι γιατί ρεμβάζω» έχουν να πουν πολλά. Η δημιουργία του άλμπουμ «Μ’ έναν γλυκό αναστεναγμό» και ο διπλός δίσκος «Ατέλειωτος δρόμος» της έδωσαν τα εχέγγυα και για να έχει προσανατολισμό, αλλά κυρίως να συνεργάζεται, να πειραματίζεται και να μας παρουσιάζει καινούργιες και «φρέσκιες» μουσικές προτάσεις και ιδέες. 

Δεν μπορώ σαφώς να παραβλέψω στη μουσική της πορεία της, δύο παραγωγές δίσκων που στιγμάτισαν και το ελληνικό τραγούδι αλλά και τους ίδιους τους δημιουργούς τους. Ο δίσκος «Ξέμπαρκοι s/s Ιόνιον 1934» (1986) και ο δίσκος του Αλκίνοου Ιωαννίδη «Στην αγορά του κόσμου» (1993). Δεν μπορώ επίσης να μην αναφερθώ σε τραγούδια στα οποία η Γαλάνη έγραψε στίχους ή μουσική και να θυμηθώ μαζί σας το «Χειροκρότημα», «Δικαίωμα», «Τράβα σκανδάλη», «Δυο μέρες μόνο». Η προσφορά της στο Ελληνικό τραγούδι είναι μεγάλη, περιεκτική κι έχει στις «αποσκευές» της πλούσιο και σπουδαίο υλικό.

Χειροκρότησα επίσης δυνατά την Μάρθα Φριντζήλα, που τραγούδησε στα Ισπανικά, στα Τούρκικα, στα Γκρεκάνικα και στο τέλος στην Κυπριακή διάλεκτο το «Ασιερομπάζω». Σε κανένα σημείο της συναυλίας δεν την είδα επίσης να έχει «βοήθημα» στην ανάγνωση των στίχων!

Στη μουσική παράσταση «Σ’ ένα κύμα του Νότου» ακούσαμε δύο φωνές με διαύγεια, να μοιράζονται ένα πρόγραμμα που στήριξαν εξαιρετικά έξι μουσικοί. Ευχάριστη εντύπωση μου έκανε το στήσιμο της ορχήστρας χωρίς πιάνο (;) κάτι «ασυνήθιστο» για τα ελληνικά δεδομένα και η παρουσία δύο κιθαριστών (με κλασσική και ηλεκτρική).

Η συμμετοχή της Μάρθας Φριντζήλα στη συναυλία, ήταν σίγουρα αυτό που έκανε τη διαφορά. Η Φριντζήλα είναι μεν ένα πολυεργαλείο (τραγουδά, κάνει δεύτερες φωνές, παίζει κουτάλια, ντέφι, τραγουδά σε διάφορες γλώσσες) και σίγουρα μεταφέρει τη θεατρική της ιδιότητα σε μια μουσική παράσταση στην οποία το κύριο στοιχείο ήταν το ταξίδι στις θάλασσες του νότου. Το βιογραφικό της αν και έχει σχέση εξ ολοκλήρου με το θέατρο, δεν είναι τυχαίο που τραγούδησε δίπλα στον Θ. Παπακωνσταντίνου, Χ. Αλεξίου, Ε. Αρβανιτάκη κ.α. 

Η 20χρονη ηλικιακή διαφορά των δυο γυναικών εκμηδενίστηκε στη σκηνή και δεν νιώσαμε καθόλου ότι η Γαλάνη ξεκίνησε να τραγουδά το 1969 και η Φριντζήλα το 2003.

Σ’ ένα διαμοιρασμένο σωστά πρόγραμμα με ροή και συνέχεια, ο θεατής ήξερε μεν τι πάει να δει και ν’ ακούσει, αλλά στο τέλος, πιστεύω, έφυγε κατενθουσιασμένος. Ήταν μια δουλειά προσεγμένη με νόημα, ουσία, λόγο ύπαρξης και σημεία αναφοράς. «Τα κύματα του νότου» σταμάτησαν σε ακρογιάλια, βράχους, παραλίες, λιμάνια ή έσβησαν καταμεσής του πελάγου.

Κι ας είδα κι άλλες θεματικές συναυλίες τον τελευταίο καιρό, μάλιστα δε πολυδιαφημιζόμενες, απογοητεύτηκα, είτε γιατί το ρεπερτόριο του ερμηνευτή δεν είχε καμία σχέση με τον τίτλο της παράστασης, είτε γιατί (σε μια άλλη) το συνολικό ηχητικό άκουσμα που έφτανε στ’ αυτιά μου ήταν «σκληρό» κάνοντας πάλι την ίδια τη παράσταση να «χάνει» στη δημιουργία κλίματος ενός τόσο «ευαίσθητου» ρεπερτορίου που επιλέχτηκε.

Κι αν θυμηθώ την έναρξη και το πρώτο τραγούδι της συναυλίας «Σ’ ένα κύμα του Νότου» που ήταν το «Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε» λέω ακόμα ένα ΜΠΡΑΒΟ στις δύο κυρίες του Ελληνικού τραγουδιού. Το συγκεκριμένο κομμάτι ήταν και ένας φόρος τιμής στον Γ. Μαρκόπουλο και το σπουδαίο του μουσικό έργο. Κι είμαι σίγουρος πως και η μία και η άλλη είπαν όχι σε πολλές συνεργασίες πριν φτάσουν να είναι μαζί επί σκηνής. «Όχι δεν πρέπει» αλλά «συναντήθηκαν» και τις χαρήκαμε και εμείς και όσοι τις είδαν στο «Σκαλί» Αγλαντζιάς.

Εκεί που έσμιξαν «Η πιο μεγάλη ώρα» του Α. Πάνου, με το «Ακρογιαλιές δειλινά» του Τσιτσάνη, «Η σκιά μου κι εγώ» με το «Τι να θυμηθώ» του Απόστολου Ρίζου και το «Νερό στη βάρκα» του Ορέστη Ντάντου. Οι δυο κυρίες μας ταξίδεψαν όντως σε «Ένα κύμα του Νότου». 

Το σύντομο λεκτικό που ταυτοποιεί τη μουσική παράσταση που είδαμε, υπογράφουν και οι δύο ερμηνεύτριες:

«Η κατάλληλη στιγμή νομίζουμε πως είναι τώρα.
Η συνάντηση θα γίνει εκεί που ακόμα χτυπά η καρδιά.
Στις αυλές των ερώτων, στις γωνιές που τρυπώνουν οι απουσίες,
εκεί που λιάζονται οι καημοί και ανασαίνει η προσμονή:
στις γειτονιές των ανθρώπων.
Απλώνουμε τα τραγούδια μας στον ήλιο του Νότου και… δεν ξεχνάμε».

Εμείς, ως θεατές, αυτό «ζήσαμε» αυτό είδαμε αυτό ακούσαμε. Εκεί, σ αυτά τα τραγούδια «ανήκουμε» και μέσα από αυτά, ζούμε την καθημερινότητα μας. Και εκεί μας ταξίδεψαν, έτσι όπως φαντάστηκαν, τη μουσική αυτή παράσταση, οι δυο ερμηνεύτριες. Κολυμπώντας πότε σ ένα αφρισμένο κύμα και πότε στη γαλήνη του υγρού στοιχείου, νιώσαμε την «μυρωδιά», την αρμύρα και τη γεύση της θάλασσας σ’ ένα μουσικό ταξίδι που θα θυμόμαστε για καιρό. 

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6