Ο ενδημικός σκορπιός της Κύπρου ονομάζεται επιστημονικά Mesobuthus cyprius  και ανήκει στην οικογένεια των Buthidae.

Η διάκρισή του από το υποείδος Mesobuthus gibbosus anatolicus πραγματοποιήθηκε το 2000, μετά από αναλύσεις μοριακής φυλογενετικής. Ο σκορπιός αυτός έχει ξανθοκάστανο χρώμα [1], το μέγεθός του κυμαίνεται από 3 μέχρι 19 εκατοστά, έχει 4 ζεύγη ποδιών, μεγάλη ουρά με 6 κόμβους, όπου ο τελευταίος καταλήγει σε ένα καμπυλωτό κεντρί που εκκρίνει δηλητήριο. Έχει, επίσης, δύο μικρά μάτια και άλλα 3-5 μικρότερα. Γενικά, αποτελεί ένα αρκετά κοινό είδος στο νησί, το οποίο συναντάται στις περιοχές του Τροόδους, στη δυτική, βόρεια και νοτιοδυτική πλευρά του νησιού.

Οι βιότοποι του κυπριακού σκορπιού είναι άγονοι και ημι-άνυδροι οικότοποι με λίγη ή καθόλου βλάστηση και μέτρια έως περιορισμένη υγρασία. Δεν σκάβουν λαγούμια αλλά επιλέγουν και χρησιμοποιούν φυσικούς χώρους που μοιάζουν με αυτά, κάτω από πέτρες και άλλα αντικείμενα, ακόμα και σε κήπους και σπίτια.

Η τροφή του είναι κυρίως έντομα, αράχνες και άλλα μικρά ζωύφια. Είναι ωοζωοτόκος και το θηλυκό γεννάει 20 – 30 αβγά μετά από λίγους μήνες μετά το ζευγάρωμα, τα οποία εκκολάπτονται στο εσωτερικό του μητρικού οργανισμού.

Η μητέρα βοηθά με τις λαβίδες της να βγουν τα νεογέννητα από τα αυγά, τα καθαρίζει και τα τοποθετεί πάνω στη ράχη της, όπου μένουν περίπου 15 μέρες. Τα μικρά έχουν λευκό χρώμα και το τσίμπημά τους δεν επιφέρει κάποιο βλαβερό αποτέλεσμα [1].

Επιπλέον, δεν υπάρχουν ιατρικά δεδομένα αναφορικά με το δηλητήριό του, αλλά πιθανόν να έχει κεντρί με μέτριας τοξικότητας δηλητήριο.

Υπάρχουν κάποια περιστατικά ασθενών που παρουσίασαν μόνο τοπικές επιπτώσεις, με κάποιες από τις περιπτώσεις να περιλαμβάνουν ισχυρό πόνο.

 

Έρευνα-Παρουσίαση:

Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι,

Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού