Η νερόκοτα, με το επιστημονικό όνομα Gallinula chloropus, είναι ένα κοινό περαστικό πουλί της οικογένειας των Ραλλίδων – Rallidae. Το κοινό του ελληνικό όνομα, νερόκοτα, περιγράφει ένα είδος κότας που διαβιεί στο νερό.

Πρόκειται για ένα πτηνό μικρομεσαίου μεγέθους, με μήκος σώματος από 29 μέχρι 35 εκατοστά και βάρος μέχρι 420 γραμμάρια. Το φτέρωμα της νερόκοτας είναι μαυριδερό με μερική απόχρωση του καφέ στην πλάτη. Στο πλάι έχει μια χαρακτηριστική ακανόνιστη λευκή λωρίδα και έντονη αντίθεση άσπρου–μαύρου στην κάτω επιφάνεια της ουράς.

Το ράμφος είναι κωνικό, κόκκινο στη βάση και κίτρινο στην άκρη. Τα νεαρά πουλιά είναι γκριζοκαστανά με καφετί ράμφος. Η νερόκοτα έχει μεγάλα και μακριά πόδια πράσινου χρώματος και τέσσερα μακριά δάκτυλα.

Εντοπίζεται σε ποταμούς, λίμνες, έλη, αρδευτικά κανάλια και λιμνοθάλασσες. Αναπαράγεται σχεδόν σε όλους τους υγροτόπους, αλλά προτιμά ποτάμια και λίμνες με πυκνή βλάστηση και απότομες κλίσεις στις όχθες.

Είναι σχετικά δειλό ζώο. Συνήθως παραμένει κρυμμένο. Ωστόσο, σε μερικές περιοχές το βλέπουμε να βόσκει και στο γρασίδι που υπάρχει γύρω από τους υγροτόπους. Η νερόκοτα είναι παμφάγο ζώο και τρέφεται με υδρόβιους οργανισμούς και με διάφορα φυτά.

Μερικές φορές φτιάχνει πλωτές εξέδρες που στηρίζονται σε κλαδιά δέντρων ή θάμνων που ακουμπούν στο νερό. Το αρσενικό κουβαλάει τα υλικά και το θηλυκό τη χτίζει. Γεννάει 1 με 2 φορές το χρόνο, 5-10 αβγά. Οι νεοσσοί τρέφονται και από τους δύο γονείς και είναι ικανοί να πετάξουν μετά από 40–50 ημέρες.

Έρευνα-Παρουσίαση:
Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι, Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού