Η Κύπρος κατοικείται από σχετικά μικρό αριθμό θηλαστικών, όπως το αγρινό (Ovis orientalis ophion), η κυπριακή αλεπού (Vulpes vulpes indutus) και ο κυπριακός λαγός (Lepus europeus cyprius). Ένα από τα λιγότερο γνωστά θηλαστικά της Κύπρου είναι η Νανομυγαλίδα που έχει το επιστημονικό όνομα Suncus etruscus και θεωρείται το μικρότερο θηλαστικό στον κόσμο.

Η Νανομυγαλίδα έχει βάρος μεταξύ 1,3 και 2,8 γραμμάρια, ενώ το μήκος του σώματος της φτάνει σε μέγιστο τα 8 εκατοστά. Εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο, στο Ακρωτήρι. Το κεφάλι είναι σχετικά μεγάλο με μια μακριά προβοσκίδα, τα πίσω άκρα χαρακτηρίζονται ως σχετικά μικρά ενώ τα αυτιά είναι σχετικά μεγάλα και ελαφρώς εξογκωμένα. H Νανομυγαλίδα καταναλώνει αριθμό εντόμων που ισοδυναμεί με 1,5–2 φορές το βάρος του.

Το σώμα της καλύπτεται από τρίχωμα χρώματος καφέ στο πλευρό και στην πάνω πλευρά, ενώ στην περιοχή της κοιλιάς είναι ανοικτό γκρι, που κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου γίνεται παχύτερο και πιο σκούρο. Στην περιοχή του στόματος παρατηρείται πυκνή δέσμη από κοντά μουστάκια για εντοπισμό της λείας που θηρεύει.

Οι Νανομυγαλίδες είναι ζώα μοναχικά εκτός της αναπαραγωγικής περιόδου και ο χρόνος ζωής τους εκτιμάται ότι δεν ξεπερνά τα δύο χρόνια. Τα ζώα αυτά δραστηριοποιούνται κυρίως το βράδυ, ενώ όταν δεν κυνηγούν ή όταν δεν ξεκουράζονται. αφιερώνουν αρκετό χρόνο στον καθαρισμό και περιποίηση του τριχώματός τους.

Η αναπαραγωγική περίοδος του είδους κορυφώνεται τον Μάρτιο – Οκτώβριο, η κυοφορία διαρκεί περίπου 28 μέρες, γεννούν 2 – 6 γυμνά από τρίχωμα και τυφλά μικρά που το βάρος τους δεν ξεπερνά τα 0,2 γραμμάρια.

Η Νανομυγαλίδα παρουσιάζει ευρεία εξάπλωση και εντοπίζεται κυρίως σε εγκαταλειμμένους ελαιώνες, αμπελώνες και άλλες καλλιεργήσιμες περιοχές που καλύπτονται κυρίως από θαμνώδη βλάστηση, όμως μπορεί κάλλιστα να εντοπιστεί και σε ανοικτές δασικές περιοχές με πεύκα και λατζιές.

Μέχρι σήμερα, δεν φαίνεται να υπάρχουν σαφή στοιχεία για τους πληθυσμούς του είδους αφού το μικρό μέγεθος του ζώου δυσκολεύει τις διαδικασίες συλλογής και καταμέτρησης των ατόμων. Επιπρόσθετα, οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στους φυσικούς οικοτόπους του είδους, κυριότερα λόγω των γεωργικών δραστηριοτήτων, μπορεί να προκαλέσει μείωση των πληθυσμών του είδους.

Έρευνα-Παρουσίαση:

Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού