Φωτογραφία: Konstantinos Kalaentzis

Ο μισιαρός ή Μισοδάκτυλος, έχει το επιστημονικό όνομα Mediodactylus kotschyi. Το είδος αυτό ανήκει στην οικογένεια Gekkonidae και συμπεριλαμβάνεται στα ενδημικά υποείδη του νησιού μας.

Το όνομά του προέρχεται από τη λατινική λέξη medio, που στα ελληνικά σημαίνει μισός και την ελληνική λέξη δάκτυλο. Η ονομασία του προέρχεται από το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που φέρει ο μισιαρός, ο οποίος έχει πολύ στενά δάκτυλα, τα οποία καταλήγουν σε ένα καλά ανεπτυγμένο νύχι και δεν φέρει καθόλου ελάσματα.

Αυτή είναι και η κύρια διαφορά από το δεύτερο είδος μισιαρού που εντοπίζεται στην Κύπρο, του σαμιαμιδιού, με το επιστημονικό όνομα Hemidactylus turcicus.

Το δεύτερο αυτό είδος διαθέτει δύο σειρές ελασμάτων. Ο μισιαρός Μισοδάκτυλος, είναι σαύρα μικρού μεγέθους με σώμα που δεν ξεπερνά τα 10cm, συμπεριλαμβανομένης και της ουράς του. H κόρη των ματιών του είναι κάθετη, χωρίς βλέφαρα και κατά τη διάρκεια της νύχτας διαστέλλεται για να διευκολύνει την όρασή του. Ο σκουρόχρωμος χρωματισμός του σώματός του, σε συνδυασμό με τη συνήθειά του να παραμένει ακίνητος, του επιτρέπουν να είναι σχεδόν αθέατος. Επίσης, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και των δύο ειδών μισιαρών που έχουμε στον τόπο μας, δηλαδή του μισοδάκτυλου και του σαμιαμιδιού, είναι ότι βγάζουν μικρές φωνές.

Ο μισοδάκτυλος βγάζει ήχους όταν κινδυνεύει και όταν ζευγαρώνει, ενώ το σαμιαμίδι παράγει ήχους πιο συχνά για να επικοινωνεί με άλλα ενήλικα άτομα. Στα σπίτια εντοπίζεται πιο συχνά το σαμιαμίδι, το οποίο τρέφεται με αρθρόποδα. Παρόλο που προκαλούν φόβο στους ανθρώπους, στην πραγματικότητα και οι δύο μισιαροί είναι ακίνδυνοι.

Έρευνα-Παρουσίαση:

Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι,

Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού