Η Ροδιά είναι καλλιεργούμενο είδος, το οποίο βρίσκεται και σε ιδιωτικούς και σε δημόσιους κήπους. Εντοπίζεται σε όρια χωραφιών και δρόμων σε πολλές περιοχές της Κύπρου, σε υψόμετρο 0-600 m.
Είναι ιθαγενές φυτό του Ιράν και του Αφγανιστάν και η επιστημονική ονομασία του είναι Punica granatum. Οι ροδιές έχουν όμορφα, πορτοκαλοκόκκινα λουλούδια σε σχήμα τρομπέτας, με πτυχωτά πέταλα. Η ροδιά θεωρείται το παλαιότερο καλλιεργούμενο καρποφόρο δέντρο.
Για τους αρχαίους Έλληνες, τα ρόδια ήταν σύμβολο της γονιμότητας και της αφθονίας και συνδέονταν με τη Θεά Δήμητρα. Παραδοσιακά, τα ρόδια χρησιμοποιούνταν σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής όπως: θρησκευτικές, ποιητικές, καλλιτεχνικές και διακοσμητικές. Παράλληλα, αξιοποιούνται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική.
Τα σπέρματα των γλυκών ροδιών χρησιμοποιούνται για διακόσμηση ή ως νοστιμικό (π.χ. στο κοτόπουλο, ρύζι, πιλάφι, σαλάτα, κόλλυβα κ.α.).
Στην Κύπρο, τα περικάρπια (τα ροβόφυλλα δηλαδή), τα οποία δίνουν μαύρη βαφή, χρησιμοποιούνταν από τους Κύπριους βαφείς, γνωστούς ως μπογιατζήδες, οι οποίοι τα αγόραζαν και έφτιαχναν μαύρη ανεξίτηλη βαφή για να βάφουν τις βράκες και τα μαντήλια. Επίσης, τα παλαιότερα χρόνια, οι γυναίκες της Κύπρου έβαφαν τα μαλλιά τους με βαφή από τη ροδιά.
Στο εξωτερικό, ο φλοιός του φυτού χρησιμοποιείται στην βυρσοδεψία. Ο Διοσκουρίδης, ο οποίος έζησε από το 40-90 μ.Χ., ασχολήθηκε με τις πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες από τα διάφορα μέρη του φυτού της Ροδιάς. Η τρελή Ροδιά του Ελύτη είναι ένα από τα πολλά ποιήματα που γράφτηκαν για το είδος αυτό.
Έρευνα-Παρουσίαση:
Δρ. Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι, Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού