Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης παρέλαβε σήμερα, στο Προεδρικό Μέγαρο, την ετήσια έκθεση του Επιτρόπου του Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών, Τίμη Ευθυμίου.
Επιδίδοντας την έκθεση, ο κ. Ευθυμίου είπε ότι «πέρυσι καταφέραμε, για πέμπτη συνεχή χρονιά, να δώσουμε τις εκταρικές επιδοτήσεις, ύψους 50 εκ. ευρώ, μέχρι τις παραμονές Χριστουγέννων, και για πρώτη φορά καταφέραμε να δώσουμε τις κεφαλικές επιδοτήσεις εντός Δεκεμβρίου», όταν ο κόσμος χρειαζόταν και λόγω της πανδημίας ενίσχυση. Πρόσθεσε ότι «με απόφαση της Κυβέρνησης δώσαμε τις επιδοτήσεις για την πανδημία, ύψους περίπου 2.8 εκ. και τις δώσαμε πριν τα Χριστούγεννα.
Ευελπιστούμε ότι και φέτος θα συνεχίσουμε με τον ίδιοι ρυθμό. Ξεκινάμε στις 19 Μαρτίου με τις αιτήσεις για τις εκταρικές επιδοτήσεις και ακολουθούν οι κεφαλικές, όπως επίσης προγραμματίζεται με απόφαση της Κυβέρνησης και μια ενίσχυση λόγω κορωνοϊού.
Πρέπει να πω ότι ο Οργανισμός κινείται με πολύ ενθαρρυντικούς ρυθμούς, περισσότερο με τηλεδιασκέψεις, και όλες οι αιτήσεις που θα δεχθούμε τώρα θα είναι ηλεκτρονικά. Διαπιστώσαμε από πέρσι ότι με την ηλεκτρονική υποβολή αιτήσεων κερδίζεται και χρόνος και γινόμαστε πιο αποτελεσματικοί».
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι «θέλω να σας συγχαρώ θερμά, διότι συμβαδίζοντας με τις πολιτικές της Κυβέρνησης υλοποιείτε το ενδιαφέρον της Κυβέρνησης, ώστε ο αγροτικός κόσμος να παίρνει ό,τι δικαιούται, τις επιδοτήσεις του για να μπορεί να ανταπεξέρχεται στις πολλαπλές υποχρεώσεις, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη τις σημερινές συνθήκες ως αποτέλεσμα της πανδημίας, όπου οι ανάγκες γίνονται ακόμα πιο επιτακτικές λόγω της μη διάθεσης και των προϊόντων σαν αποτέλεσμα του πλήγματος που δέχεται η χώρα από την έλλειψη τουρισμού, από την έλλειψη διακίνησης και άλλα.
Χαίρομαι πραγματικά γιατί κάθε χρόνο υπάρχει μια σημαντική βελτίωση στην απόδοση του Οργανισμού και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, για αυτό και αυτό η έκκληση μου είναι να συνεχίσετε με τον ίδιο ζήλο, την ίδια αποφασιστικότητα, το ίδιο ενδιαφέρον, έτσι ώστε να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες του αγροτικού κόσμου».