Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ανέπεμψε το νόμο που ψήφισε η Βουλή στις 3 Νοεμβρίου και αφορούσε τον έλεγχο της ανάληψης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα από πρώην κρατικούς αξιωματούχους και δικαστές και ορισμένους πρώην υπαλλήλους του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Με το νόμο που ψήφισε ομόφωνα η Βουλή αυξανόταν ο αριθμός των ελεγχόμενων κρατικών υπαλλήλων που θα υποχρεούνται να εξασφαλίζουν άδεια πριν από την ανάληψη εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, μετά την αποχώρησή τους από τη θέση που κατείχαν στον δημόσιο τομέα ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ο νόμος θεωρήθηκε ότι θα λειτουργήσει αποτρεπτικά σε φαινόμενα διαπλοκής και διαφοράς.
Μεταξύ των πρώην κρατικών υπαλλήλων περιλαμβάνονται και ο Γενικός και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, όπως και οι δικαστές. Ο ΠτΔ θεωρεί, με την αναπομπή, πως η μεταβολή των όρων εργοδότησής τους δεν μπορεί παρά να κριθεί αντισυνταγματική.
Σε επιστολή προς την Πρόεδρο της Βουλής με ημερομηνία 17 Νοεμβρίου ο ΠτΔ αναφέρει ότι η συμπερίληψη των δικαστών στο πεδίο εφαρμογής του νόμου προσκρούει στην πρόνοιες του άρθρου 158.3 του Συντάγματος και αυτό ισχύει, αναφέρει, και για την περίπτωση του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα αφού αφυπηρετούν με βάση τους ίδιους όρους όπως οι δικαστές του Ανωτάτου.
Περαιτέρω αναφέρει πως κατά τον χρόνο διορισμού των δικαστών, του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα δεν υφίσταντο οι υποχρεώσεις που επιβάλλει ο νόμος «οι οποίες υποχρεώσεις μεταβάλλουν δυσμενώς τους όρους εργοδότησής τους αφού κατά τον χρόνο διορισμού τους αποδέχθηκαν όρους εργοδότησης στους οποίους δεν περιλαμβανόταν τέτοια υποχρέωση υποβολής αιτήματος στην ανεξάρτητη ειδική επιτροπή».
Ο ΠτΔ στην αιτιολόγηση της αναπομπής αναφέρει επίσης πως τέτοια μεταβολή των όρων «δεν μπορεί παρά να κριθεί αντισυνταγματική κατά τον τρόπο που έχουν κριθεί εν των υστέρων μεταβολές των όρων εργοδότησης των δικαστών» και αναφέρεται σε συγκεκριμένες υποθέσεις που κρίθηκαν στα δικαστήρια.
O Πρόεδρος θεωρεί ότι η εν λόγω ρύθμιση αποτελεί επέμβαση στον τομέα της αποκλειστικής αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Επίσης αναφέρει πως οι αρμοδιότητες των Δικαστών, του Γενικού και Βοηθού Εισαγγελέα είναι πολύ ευρείες και σε περίπτωση που τεθεί σε ισχύ ο υπό αναπομπή νόμος θα συνεπάγεται ότι θα πρέπει για κάθε ενασχόλησή τους με νομική εργασία στον ιδιωτικό τομέα να υποβάλλουν αίτηση στην ειδική επιτροπή.
Ειδικότερα, συνεχίζει, σε σχέση με το ρόλο του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα δημιουργείται εντονότερη πρακτική περιπλοκή στην αναγκαιότητα αίτησης στην επιτροπή «αφού κάθε φορά που ως ιδιώτες θα αναλαμβάνουν νομική εργασία θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο εκάστοτε λειτουργός της Νομικής Υπηρεσίας ο οποίος ενεργούσε για τους αξιωματούχους αυτούς, δεν χειρίστηκε ζητήματα που αφορούσαν συγκεκριμένη εταιρεία ή πρόσωπο για το οποίο ο πρώην Γενικός και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας θα ενεργήσει ως ιδιώτης δικηγόρος τους».
Πηγή: ΚΥΠΕ