«Φτάσαμε σε ένα ορόσημο: ο 100.000ος πολίτης έλαβε άδεια οπλοφορίας» μετά την 7η Οκτωβρίου πανηγύρισε τις προάλλες ο ακροδεξιός υπουργός Εθνικής Ασφάλειας του Ισραήλ, Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ.
Στεκόταν μπροστά από μια αφίσα με την εικόνα ενός πιστολιού και το σύνθημα «100.000 Ισραηλινοί οπλισμένοι». Έλειπε η διευκρίνιση ότι είναι μόνο εβραίοι.
«Τα όπλα σώζουν ζωές», υποστήριξε ο Ισραηλινός υπουργός, ο οποίος είναι έποικος στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.
Αυτά δια στόματος ενός καταδικασθέντα στο παρελθόν για υποκίνηση ρατσισμού, καταστροφή περιουσίας, κατοχή προπαγανδιστικού υλικού τρομοκρατικής οργάνωσης και υποστήριξη τρομοκρατικής οργάνωσης.
Ήταν το εξτρεμιστικό κόμμα Καχ και η πολιτοφυλακή Εβραϊκή Ένωση Άμυνας (JDL) του Μέιρ Καχάνε: ακροδεξιού ραββίνου και πολιτικού, γεννημένου στις ΗΠΑ, συνεργάτη του FBI και μετέπειτα εκλεγμένου βουλευτή στην ισραηλινή Βουλή για μια θητεία, τη δεκαετία του ‘80, προτού καταδικαστεί για τρομοκρατικές ενέργειες και τελικά δολοφονηθεί το 1990 στη Νέα Υόρκη.
Σήμερα ο 47χρονος Μπεν Γκβιρ θεωρείται ο συνεχιστής του καχανισμού στο Ισραήλ.
Ηγέτης του μικρού συγκυβερνώντος κόμματος Otzma Yehudit (Εβραϊκή Ισχύς), χρησιμοποιεί ως «όχημα» για να προωθήσει την ακροδεξιά ατζέντα του το κομβικής σημασίας κυβερνητικό πόστο του, αλλά και τον πολιτικό καιροσκοπισμό του δικαζόμενου για διαφθορά και «διψασμένου» για εξουσία πρωθυπουργού, Μπεναμίν Νετανιάχου.
Μιλά δημόσια για βίαιο μαζικό εκτοπισμό των Παλαιστινίων και προσάρτηση όλων των εδαφών τους στο Ισραήλ, νυν κατεχόμενων και μη.
Γνωστός προβοκάτορας, με ακραία ρατσιστικές απόψεις, έχει ζητήσει την απέλαση όσων αραβικής καταγωγής Ισραηλινών πολιτών «δεν είναι πιστοί στο κράτος».
Εν καιρώ πολέμου, δε, έχει κάνει «λάστιχο» τη νομοθεσία για την οπλοκατοχή και την οπλοχρησία, μοιράζοντας στους εβραίους του Ισραήλ και στους εποίκους πυροβόλα όπλα σαν να είναι «στραγάλια».
Εβραίοι πολίτες στα όπλα
Ούτε δύο εβδομάδες μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου -κι ενώ η αίσθηση μιας «ατσάλινης» ασφάλειας στο Ισραήλ είχε πια αποδειχθεί φενάκη- ο Μπεν Γκβιρ είχε ήδη αλλάξει τους κανόνες.
Βασικά πλέον κριτήρια για την απόκτηση άδειας οπλοκατοχής έγιναν η διαμονή σε επιλέξιμους οικισμούς ή η ολοκλήρωση της στρατιωτικής θητείας.
Αυτό ισχύει υποχρεωτικά για σχεδόν όλους τους εβραίους Ισραηλινούς, άντρες και γυναίκες, με ειδικές εξαιρέσεις για τους υπερορθόδοξους εβραίους και τους αραβικής καταγωγής Ισραηλινούς πολίτες.
Αντιστοιχώντας στο 20,8% του πληθυσμού, οι τελευταίοι αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνοτική μειονότητα στη χώρα.
Μουσουλμάνοι, χριστιανοί ή Δρούζοι, είναι Παλαιστίνιοι και απόγονοί τους που μετά τη Νάκμπα και την ίδρυση του Ισραήλ, το 1948, παρέμειναν εντός των συνόρων του νεοϊδρυθέντος κράτους και -μέρος αυτών- στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Εν μία νυκτί έγιναν πολίτες του Ισραήλ.
Σήμερα αποκλείονται από την εκστρατεία ταχέως εξοπλισμού του πληθυσμού, λόγω μη υποχρεωτικότητας στη στρατιωτική θητεία.
Σε έρευνα του Ινστιτούτου Μελετών Εθνικής Ασφάλειας, τον περασμένο Δεκέμβριο -εν μέσω του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας- περίπου οι μισοί (49%) δήλωσαν ότι έχουν χαμηλή αίσθηση προσωπικής ασφάλειας.
Περισσότεροι από ένας στους δύο (51%) εβραίους πολίτες του Ισραήλ, αντίθετα, δήλωσαν ότι φοβούνται επιθέσεις από τους αραβικής καταγωγής συμπολίτες τους.
Σήμερα, ολοένα και περισσότεροι συμμετέχουν ως εθελοντές σε περισσότερες από 900 εβραϊκές πολιτοφυλακές, γνωστές στη χώρα ως Kitat Konenut.
Βαριά οπλισμένες, αυτές οι επονομαζόμενες «ομάδες ταχείας αντίδρασης» ήταν μόλις 70 προ της 7ης Οκτωβρίου.
Πλέον έχουν εξαπλωθεί σε όλο το Ισραήλ -από το κοσμοπολίτικο Τελ Αβίβ και άλλες μεγαλουπόλεις, μέχρι σε χωριά και σε κιμπούτς- αλλά και στους παράνομους εβραϊκούς οικισμούς στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.
Θεωρητικά, οι ομάδες αυτές συνδέονται με την αστυνομία και λαμβάνουν εκπαίδευση.
Πρακτικά ωστόσο αυτό καταγγέλλεται ότι ισχύει πια μόνο στα «χαρτιά», λόγω του αυξανόμενου αριθμού τους και των χαλαρών κανονισμών, στο φόντο του εκτεινόμενου εποικισμού και του πολέμου.
Κλίμα φόβου και εκφοβισμού
Η δράση ένοπλων εβραϊκών πολιτοφυλακών χρονολογείται πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
Μειωμένου ρόλου μετά το 1948, χρησίμευαν ως εφεδρεία για τις δυνάμεις ασφαλείας, σε περίπτωση επίθεσης.
Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος της Γάζας δεν ήταν ούτε το ένα δέκατο συγκριτικά με το τώρα.
Δρούσαν κυρίως σε ευάλωτα χωριά και πόλεις κοντά στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Όχθη.
Όμως από τότε που ανέλαβε καθήκοντα η νέα κυβέρνηση Νετανιάχου -η πλέον ακροδεξιά στα χρονικά του Ισραήλ- η κατάσταση άρχισε να αλλάζει.
Από τον διορισμό του στο υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας, στα τέλη του 2022, ο Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ κατήργησε ακόμη και την κατάσχεση όπλων μελών εβραϊκών πολιτοφυλακών για εξέταση, έπειτα από ένοπλες επιθέσεις.
Η έλλειψη ουσιαστικών ελέγχων στην οπλοκατοχή οδήγησε σε έξαρση των ένοπλων επιθέσεων με ρατσιστικά κίνητρα, κυρίως τους τελευταίους μήνες από εποίκους στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.
Καταγράφεται επίσης αύξηση των θυμάτων από «φίλια πυρά», κυρίως από ομάδες θερμόαιμων ένοπλων εξτρεμιστών, που κατά πολλές οργανώσεις έχουν αρχίσει να λειτουργούν ως παραστρατιωτικές ομάδες.
Γυναικείες οργανώσεις διαμαρτύρονται επίσης για αύξηση της έμφυλης βίας υπό την απειλή όπλου.
«Είναι σημαντικό να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διασφαλίσουμε ότι τα όπλα δεν θα καταλήξουν σε λάθος χέρια», έγραψε χαρακτηριστικά στο X η ισραηλινή ΜΚΟ κατά της ενδοοικογενειακής βίας Michal Sela Forum.
«Στα νέα κριτήρια για την άδεια οπλοκατοχής πρέπει να περιλαμβάνεται έλεγχος ιστορικού», ανέφερε.
Λίγο αργότερα, τον Φεβρουάριο, το υπουργείο του Μπεν-Γκβιρ διέκοψε τη συνεργασία με τη συγκεκριμένη ΜΚΟ, στο πλαίσιο χρηματοδοτούμενου προγράμματος για την προστασία γυναικών που έχουν κακοποιηθεί από συζύγους και συντρόφους.
Η δε κυβέρνηση Μπάιντεν στις ΗΠΑ μπορεί μεν να ανέστειλε τον περασμένο Νοέμβριο την αποστολή 4.500 τυφεκίων Μ-16 στο Ισραήλ, εκφράζοντας ανησυχία για τον εξοπλισμό εποίκων στη Δυτική Όχθη από τον Μπεν Γκβιρ, όμως -όπως αποκαλύπτει η Washington Post- 0 συνεχίζει να εξοπλίζει το Ισραήλ «μέχρι τα δόντια».
πηγή in.gr