Το φύλο προσδιορίζεται από τη φυσιολογία του ανθρωπίνου σώματος, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, η οποία συνήλθε τη Δευτέρα υπό τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Γεώργιο και ασχολήθηκε με την πρόταση νόμου που τροποποιεί τον περί Ποινικού Κώδικα Νόμο, με την προσθήκη νέου άρθρου 233Β: «Ψευδοθεραπείες μεταστροφής…».
Σε ανακοίνωσή της, η Ιερά Σύνοδος αναφέρει ότι παραμένει πιστή στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής ότι δύο φύλα, «ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν ὁ Θεός».
Θεωρεί επίσης ότι το φύλο σε κάθε άνθρωπο είναι δώρο δοσμένο από τον Θεό, το οποίο υπηρετεί το μυστήριο της ζωής.
Το φύλο, αναφέρει, προσδιορίζεται από τη φυσιολογία του ανθρωπίνου σώματος και δεν αποτελεί στοιχείο επιλογής, αυτοπροσδιορισμού, ή μεταβολής κατά βούληση.
“Η Εκκλησία δεν έχει και ούτε επιθυμεί να έχει τη δυνατότητα επιβολής της θέσης της στους ανθρώπους. Διατηρεί ωστόσο το δικαίωμά της να εκφέρει άποψη και να συμβουλεύει τους πιστούς”, προσθέτει.
Σημειώνει ότι η τροποποίηση του Νόμου και η εισαγωγή του πιο πάνω άρθρου στον Ποινικό Κώδικα ισοδυναμεί με ισοπέδωση του δικαιώματος της ελεύθερης θρησκευτικής έκφρασης και των πεποιθήσεων του κυπριακού λαού, που προστατεύονται από τα άρθρα 18 και 19 του Συντάγματος της Κύπρου και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Με βάση αυτά, σημειώνει, η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι πρώτον παραβιάζεται και ποινικοποιείται η θρησκευτική ελευθερία του ανθρώπου, η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο σαφώς προβλέπει την ελεύθερη και απρόσκοπτη έκφραση των θρησκευτικών πεποιθήσεών του.
Δεύτερον, ποινικοποιείται η μακραίωνη παράδοση της πατρίδας μας, η οποία θέλει τους πιστούς, οι οποίοι εμπιστεύονται ελεύθερα την ποιμαντικὴ φροντίδα της Εκκλησίας, να καταφεύγουν σ᾽ αυτή συμβουλευτικά, αναφέρει.
Και τρίτον, σημειώνει, ποινικοποιείται το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου να αποφασίζει ελεύθερα, να επιλέγει και αναζητεί, στο πλαίσιο της νομιμότητας και της θρησκευτικής ελευθερίας, στήριξη και πνευματική καθοδήγηση σε ζητήματα, τα οποία είναι άκρως προσωπικά και ευαίσθητα, για τα οποία μπορεί, στο τέλος, να αποφασίζει ο ίδιος για την αποδοχή τους ή μη.
Η Πολιτεία, αναφέρει, θα πρέπει να αναγνωρίζει τα δικαιώματα όλων των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας ανεξαιρέτως. “Αυτά τα δικαιώματα τα έχουν και οι πολίτες που ασκούν την πίστη τους, η οποία εκφράζεται με τους κανόνες και τα δόγματα τα οποία διαχρονικὰ ισχύουν στην ελληνορθόδοξή μας παράδοση”.
“Η Εκκλησία δεν μπορεί να εξαναγκάζεται στη σιωπή προς χάριν της παγκοσμιοποίησης και της λεγόμενης νέας τάξης πραγμάτων. Το δικαίωμα του πολίτη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του και τις επιλογές του τρόπου ζωής του τυγχάνει σεβασμού από το Σύνταγμα και τους Νόμους. Θα πρέπει, όμως, να αντικρίζεται μέσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία αντανακλούν στο ήθος και τις αξίες της Εκκλησίας και της κοινωνικής δομής του κυπριακού κράτους, που αποτελείται κατά πλειοψηφία από Ορθόδοξους Χριστιανούς”, επισημαίνεται.
“Υπό το πρόσχημα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν μπορεί μια ομάδα ανθρώπων να επιβάλλει τον τρόπο ζωής της στους άλλους και ούτε το έργο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να υπηρετεί πολιτικά ή άλλα συμφέροντα ψηφοθηρίας ή και δημοσίας προβολής”, τονίζει η Ιερά Σύνοδος.
Αναφέρει ότι η Εκκλησία είναι μητέρα όλων ανεξαιρέτως, δεν κατακρίνει ούτε και καταδικάζει και ότι η Εκκλησία μπορεί να συνεργαστεί άριστα με ανθρώπους που δεν έχουν καμία θρησκευτική πίστη ή μεταφυσική αναφορά και να μοιραστεί μαζί τους τον σεβασμό στην ελευθερία του ανθρώπου.
“Κάνουμε ως εκ τούτου έκκληση στους βουλευτές μας να μην εκθεμελιώσουν ό,τι υγιές απέμεινε σ’ αυτό τον τόπο. Ο πνευματικός εκφυλισμός της κοινωνίας δεν είναι το καλύτερο για ένα λαό που αγωνίζεται για την εθνική του επιβίωση”, καταλήγει.
Πηγή: ΚΥΠΕ