Πληροφορίες Φωτογραφίας: Έργο του χαράκτη Τάσσου.

Στις 17 Αυγούστου του 1944, τα χαράματα, Έλληνες ταγματασφαλίτες, συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών, καλούσαν από τους τηλεβόες τους άντρες της Κοκκινιάς, όσους ήταν από 14 έως 60 χρονών, να βγουν από τα σπίτια τους και να συγκεντρωθούν στη μεγάλη πλατεία, την πλατεία της Οσίας Ξένης. Όποιον έβρισκαν στο σπίτι του, θα τον εκτελούσαν επί τόπου.

Από τις τρεις τη νύχτα, περισσότεροι από 2.500 στρατιώτες, οπλισμένοι με ελαφρά άρματα αλλά και με βαριά πολυβόλα και όλμους, πιάσανε όλα τα περάσματα και κύκλωσαν την περιοχή, κάνοντας μπλόκο. Αυτό που στην ιστορία θα έμενε ως το μπλόκο της Κοκκινιάς.

Το μπλόκο της Κοκκινιάς είχε τις περισσότερες ανθρώπινες απώλειες από όλα τα μπλόκα που έγιναν στην Αθήνα. Εκεί, στη μάντρα του ταπητουργείου δίπλα στην πλατεία της Οσίας Ξένης τουφεκίστηκαν επί τόπου από τους Γερμανούς 78 άνθρωποι, όλοι στελέχη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, του ΕΑΜ. Το απόγευμα της ίδια μέρας, στη συνοικία Αρμένικα, εκτελέστηκαν ακόμη 46 άνθρωποι. Λίγο νωρίτερα είχαν πυρπολήσει όλη τη συνοικία καίγοντας περί τα 100 σπίτια και αφήνοντας άστεγους περισσότερους από 500 ανθρώπους. Δύο άνθρωποι κάηκαν μέσα στα σπίτια τους, η συνοικία από τότε λέγεται «Τα καμένα», και ήταν εκεί που οι Γερμανοί έψαχναν, συνέλαβαν και εκτέλεσαν, αφού τις κακοποίησαν βάναυσα, εκτέλεσαν την 19χρονη Διαμάντω Κουμπάκη και την 17χρονη Αθηνά Μαύρου…

Σήμερα οι ιστορικοί μιλούν για τουλάχιστον 200 νεκρούς από το μπλόκο της Κοκκινιάς. Χώρια οι τραυματίες. Το απόγευμα εκείνης της μέρας του Αυγούστου, που όσοι την έζησαν, όλοι έλεγαν να μην ξανάρθει τέτοια μέρα, εκείνο το απόγευμα μετά τις εκτελέσεις, οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους συνέλαβαν περί τους 6.000 ομήρους και τους οδήγησαν με τα πόδια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου. Όσοι είδαν το ανθρώπινο ποτάμι με τους ομήρους στους δρόμους, δεν το ξέχασαν ποτέ. Οι Γερμανοί έστειλαν περί τους 1.500 από αυτούς στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία. Οι περισσότεροι βρέθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και δεν γύρισαν ποτέ.

Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη