Στις 3 Νοεμβρίου γιορτάζει ο Άη Γιώργης ο μεθυστής. Που δεν είναι άλλος από τον γνωστό μας Άη Γιώργη τον τροπαιοφόρο, ο οποίος γιορτάζει στις 23 Απριλίου. Όμως, επειδή οι άνθρωποι πάντα ήθελαν τους θεούς και τους αγίους τους δίπλα τους στα σημαντικά της καθημερινής ζωής, πήραν μιαν αφορμή που αφορούσε τον Άη Γιώργη, πήραν και μιαν αιτία, που ήταν το άνοιγμα των βαρελιών με το πρώτο κρασί της χρονιάς, και έφτιαξαν έναν καινούργιο Άγιο, που τον είπαν μεθυστή. Στις 3 Νοεμβρίου, κάπου τον 4ο αιώνα, λέγεται πως εγκαινιάστηκε ο ναός που έφτιαξαν στη Λύδδα της Παλαιστίνης οι χριστιανοί, για να τιμήσουν τον Άγιο Γεώργιο. Εκεί είχε γεννηθεί και εκεί μετάφεραν τα οστά του μετά τον θάνατό του. Η εκκλησία λοιπόν αναφέρει την 3η Νοεμβρίου ως την ημέρα ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Γεωργίου, και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, κυρίως στην Κρήτη, γιορτάζεται ο Άη Γιώργης ο μεθυστής, με λύρες, γλέντια και οινοποσίες, μια που αυτή τη μέρα ανοίγουν τα βαρέλια με το νέο κρασί της χρονιάς, το δοκιμάζουν και γλεντούν. Διαβάζω πως η γιορτή έχει τις ρίζες της στα αρχαία χρόνια, όπως συνήθως, τότε που οι Αθηναίοι με το νέο κρασί της χρονιάς έκαναν σπονδές έξω από το ιερό του Διονύσου.

Αυτή τη ημέρα, στις 3 Νοεμβρίου, διακοσμούσαν τα εορταστικά ψωμιά του Αγίου Γεωργίου του Μεθυστή με σταφύλια, οι παραγωγοί πήγαιναν στους ναούς κρατώντας στάμνες με το καινούργιο κρασί για να το ευλογήσει ο παπάς και όλα τα αμπελουργικά σπίτια ήταν ανοιχτά, είχαν ετοιμάσει μεζεδάκια για τους επισκέπτες, μια που όλοι περνούσαν και δοκίμαζαν το καινούργιο κρασί. Οργανοπαίχτες με λύρες, λαούτα και βιολιά ξεκινούσαν το γλέντι και το τραγούδι.

Και μια που τέτοια μέρα άνοιγαν τα βαρέλια με το κρασί της χρονιάς, πάμε να θυμηθούμε τον Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη: «Όταν χτες καθίσαμε απόξω από την παράγκα», γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στον «Βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «κι ήπιε ένα ποτήρι κρασί, στράφηκε και με κοίταξε τρομαγμένος: – Τι ‘ναι πάλι αυτό το κόκκινο νερό, αφεντικό – δε μου λες; Ένα παλιοκούτσουρο πετάει βλαστούς, κρέμουνται κάτι ξινά μπιχλιμπίδια, κι ο καιρός περνάει, ο ήλιος τα ψήνει, γίνονται γλυκά σαν το μέλι, και τα λέμε τότε σταφύλια· τα πατούμε, βγάζουμε το ζουμί τους, το βάζουμε στα βαρέλια, βράζει μοναχό του, το ανοίγουμε του Άι-Γιώργη του Μεθυστή τον Οχτώβρη, και βγαίνει κρασί! Τι θάμα είναι πάλι αυτό; Το πίνεις, το κόκκινο αυτό ζουμί, κι η ψυχή μεγαλώνει, δεν τη χωράει πια το παλιοτόμαρο, αντροκαλιέται το Θεό να παλέψουν. Τι ‘ναι αυτά, αφεντικό, δε μου λες;»

Το κρασί, ο οίνος υπάρχει στη ζωή των ανθρώπων τουλάχιστον από την 5η χιλιετία. Η Κύπρος μάλιστα είναι μία από τις παλαιότερες χώρες παραγωγής κρασιού παγκοσμίως, ενώ στην αρχαία Ελλάδα διαβάζω πως οι άνθρωποι ασχολούνταν με το κρασί από τον 13ο αιώνα.

Από τον Ησίοδο που περιγράφει πώς γίνεται το λιαστό κρασί τον 8ο αιώνα π.Χ. μέχρι τις μέρες μας και την εξαιρετική κουμανταρία, έχουμε την τύχη στα μέρη μας να απολαμβάνουμε αιώνες οινικής παράδοσης, με σπάνιες ποικιλίες αμπελιών.
Και από τότε, από τον 6ο αιώνα π.Χ, όταν η Σαπφώ καλούσε την Αφροδίτη «σε κάλυκες χρυσούς ετοιμασμένο με λεπτή τέχνη νέκταρ του τραπεζιού τους φίλους να κεράσεις», μέχρι τις μέρες μας που ο Γιώργος Σεφέρης έγραψε «Στάξε στη λίμνη / μόνο μια στάλα κρασί / και σβήνει ο ήλιος.», ας έχουμε τον Άη Γιώργη τον μεθυστή αφορμή και το καλό κρασί αιτία για να διαβαίνουμε τους αιώνες με όσα αυτή η Γη εξακολουθεί να μας δίνει απλόχερα.

Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη

Kanali 6
Επισκόπηση απορρήτου

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες των cookies αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθώντας την ομάδα μας να καταλάβει ποια τμήματα του ιστότοπου μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.