Του Μιχάλη Πουργουρίδη

Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης έκανε το ρεμπέτικο τραγούδι «λαϊκό» και μεταπολεμικά ο Βασίλης Τσιτσάνης το λαϊκό τραγούδι «πανελλήνιο». 

Ο Άκης Πάνου, όμως, θα μπορούσε να είναι ο επόμενος γερός κρίκος στην αλυσίδα των αυθεντικών, και συνάμα «ασπούδαστων» Ελλήνων τραγουδοποιών.

Αυτοί, όμως, οι τρεις συνθέτες θα αναβάθμιζαν το τραγούδι σε ένα επίπεδο «τέχνης ευρείας κατανάλωσης» και μάλιστα με υψηλές αισθητικές προδιαγραφές, πράγμα το οποίο δεν συνέβη, γιατί απλούστατα μεσολάβησε η ιστορική «εκτροπή», στην κοίτη του οποίου πήγαζε το λεγόμενο «έντεχνο», με τον Χατζιδάκι-Θεοδωράκη-Ξαρχάκο-Μαρκόπουλο και άλλους συνθέτες, όσο πολύτιμους καρπούς κι αν έδωσε μετά αυτό.

Ο Άκης Πάνου υπήρξε και μοναδικός, και μοναχικός, και ιδιαίτερος. Εμείς, θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως κορυφαίο. Ο Αθανάσιος-Δημήτριος Πάνου έφτιαξε αρχικά τον δικό του κόσμο και το δικό του κόμμα, όπως του άρεσε πάντα να λέει. Στο κόμμα αυτό, η προσωπική ηθική ήταν τσιμεντένια, ενίοτε αντιφατική, αλλά σαφώς κωδικοποιημένη, όπως εκείνος φυσικά το αντιλαμβανόταν.

Ο Άκης Πάνου ήταν αυτός, ο οποίος σε ηλικία 17 ετών το σκάει από το σπίτι του για να παντρευτεί την πρώτη του σύζυγο, Δήμητρα. Μιλούσε στον πληθυντικό στους γονείς του (κάτι το οποίο απαιτούσε και από τα παιδιά του). Το τραγούδι δεν ήταν ποτέ ο βιοπορισμός του. Είχε αλλάξει τόσα επαγγέλματα, που αν τύπωνε κάρτα θα έπρεπε να ήταν ένα μέτρο. Λουστραδόρος, αντιπρόσωπος σε πρακτορείο Προ-Πο, κατασκευαστής μουσικών οργάνων, καταμετρητής υδρομετρήσεων στην Κρήτη.

Έδινε μάχες με το μεροκάματο, αρνούμενος να ανεβοκατεβαίνει αμέριμνος στο μαγκανοπήγαδο της δισκογραφίας ή των νυχτερινών κέντρων, στα οποία, εξάλλου, τα τελευταία χρόνια η υγεία του δεν του επέτρεπε να εμφανίζεται συστηματικά.

Για να δώσουμε και μια γενικότερη εικόνα της εποχής, να πούμε ότι το Ελληνικό τραγούδι ζει μια κατάσταση απελπισίας τη δεκαετία του ’40, μέσα στη Γερμανική κατοχή και τα μετέπειτα χρόνια του εμφυλίου πολέμου.

Τη δεκαετία του ’50 όλα προσπαθούν να ζωντανέψουν ξανά και έχοντας πρώτα απ’ όλα σκοπό οι δημιουργοί την «ευθύνη» της αναστήλωσης του, το τραγούδι ακολουθεί μια ζόρικη δημιουργικότητα και εμφανίζεται ουσιαστικά και με αξιώσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Ο Άκης Πάνου δηλώνει απερίφραστα «..εμένα στη δισκογραφία να με υπολογίζετε από το ’67 και μετά…»

Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα και με τα λεγόμενα του ίδιου του Άκη Πάνου, τα πιο χαρακτηριστικά του τραγούδια τα γράφει από το 1967 και έπειτα, με κορύφωση τη μαγική ωριμότητα της δεκαετίας του 1970.

Ακολουθώντας την ίδια πυξίδα, βγαίνει για δεύτερη φορά στο «φως» στη διάρκεια του 1980. Από ‘κει και πέρα παρασύρεται σταδιακά στην τρικυμία ενός εγωιστικού ταξιδιού με έξαρση τη φοβερή «κακιά στιγμή» τον Αύγουστο του 1997, όταν σκοτώνει τον αγαπητικό της κόρης του πολεμώντας από καιρό την οποιαδήποτε «αρρώστια», αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, που τον μαστίζει, χωρίς λιγοψυχίες.

Ο Άκης Πάνου, χειροτέχνης, πεισματάρης, λεπτολόγος, σκάλιζε τα λόγια (περισσότερο) και τις μουσικές (λιγότερο), με την ίδια προσήλωση που σκάλιζε το απειρόχρωμο όστρακο, το κόκαλο, ή τον έβενο του μουσικού οργάνου, που έπιανε στα χέρια του. Ως άνθρωπος «άκαμπτος», αλλά και «εύθραυστος», «σκληρός» και «εύπλαστος», με την πάντοτε υπέροχη θετική λάμψη του.

Για τον Άκη Πάνου το τραγούδι είναι υπόθεση καθαρά του δημιουργού, ο οποίος οφείλει να μπορεί να βάζει χαλινάρι στους τραγουδιστές, να τους διδάσκει ακόμη, πώς να παίρνουν τις ανάσες στο στούντιο.

Ρόλος του τραγουδιού είναι καταρχάς να προβάλλει και να υπηρετεί τον στίχο, όπως έλεγε πάντα και το αποδείκνυε κι ο ίδιος πρώτος, με τα δικά του τραγούδια. 

Κάθε τραγούδι του Άκη Πάνου είναι ένα μικρό ψυχογράφημα. Ο στίχος κάθε κομματιού που γράφει, δεν είναι απλά περιγραφικός, όσον αφορά μια κατάσταση, αλλά μπαίνει σε θέματα, τα οποία ξεφεύγουν από τα όρια του στίχου που ξέρουμε, που ακούσαμε και τραγουδήσαμε, του στίχου του χτες και του σήμερα.

Όταν ο συνθέτης και στιχουργός γράφει το «Δεν κλαίω για τώρα» (1969 – Β.Μοσχολιού) δεν μένει στα στενά όρια της περιγραφής μιας κατάστασης σχέσης δύο ανθρώπων που χωρίζουν γράφοντας… «δεν κλαίω που φεύγεις», αλλά μπαίνει και πιο βαθιά αναφερόμενος στιχουργικά στο μέλλον, δηλαδή «κλαίω την ώρα του γυρισμού με τα σημάδια του χαλασμού» στιγμές ίσως φανταστικές, αλλά τις οποίες κανένας άλλος στιχουργός και συνθέτης δεν θα τολμούσε ν αγγίξει.

Στο τραγούδι «Όταν σημάνει η ώρα» (1968 – Γρ.Μπιθικώτσης) ο Άκης Πάνου περιγράφει και εδώ στιχουργικά μια μελλοντική κατάσταση. Γράφοντας «… ξέρω πως θα φύγεις μακριά μου, μέσα από την αγκαλιά μου θα πετάξεις σαν πουλί…» Στη συνέχεια, όμως, και στο ρεφραίν του κομματιού δεν γνωρίζει κανένας σε ποιου τη ψυχοσύνθεση αναφέρεται.  «Όταν σημάνει η ώρα, τότε καρδιά μου χρυσή. Τη μεγαλύτερη μπόρα θα την περάσεις εσύ…» Απευθύνεται στην καρδιά του ή απευθυνόμενος στο άλλο άτομο, το αποκαλεί «καρδιά μου»; Μιλάει σε πρώτο πρόσωπο ή σε τρίτο; Κι αυτές οι περιγραφές είναι που τον κάνουν να ξεχωρίζει.

Οι υποθετικές, αλλά τόσο σταθερές και σίγουρες καταστάσεις, οι οποίες μόνο μέσα στο μυαλό του Άκη Πάνου, θα μπορούσαν να γεννηθούν να ωριμάσουν και να γίνουν τραγούδι.

Στο τραγούδι «Ασφαλώς και δεν πρέπει» (1971 – Β.Μοσχολιού) ο Άκης Πάνου «καταπιάνεται» με μια στιχουργική θεματολογία στην οποία κανένας πραγματικά άλλος δημιουργός δεν αναφέρθηκε ποτέ. Μάλιστα, δε, αναφέρεται στο συγκεκριμένο θέμα, περιγράφοντας γεγονότα, καταστάσεις και αισθήματα. Ωμά και σταράτα. Με πικρές αλήθειες, διαπιστώσεις και συμπεράσματα.

Κορύφωση στη στιχουργική του Άκη Πάνου θεωρώ το τραγούδι «Η πιο μεγάλη ώρα» (1967 – Γ.Λύδια), στην οποία περιγράφει την ερωτική πράξη με την εξύψωση που της αρμόζει. Δεν προσβάλλει ούτε την ίδια της πράξη, ούτε τον άντρα αλλά ούτε και την γυναίκα. Με λόγια απλά αναφέρεται σε εκείνη την ολοκληρωμένη σύζευξη και μετουσίωση στην οποία μεταξύ άλλων λέει… «η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα, η ώρα που γεννιέται η ζωή».

Και σε άλλο στίχο του… «η ώρα που μου σβήνεις τον καημό. Η ώρα που κι η σκέψη μου πεθαίνει, και που δεν θέλω να ’χει τελειωμό..» «..η ώρα που σου δίνω τη ψυχή μου χωρίς να νιώθω τίποτα φτηνό».
Σαφώς, όμως, και σ’ αυτό το τραγούδι ο Άκης Πάνου δίνει και την πιθανή προέκταση αυτής της επαφής με την φράση… «κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα, η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα». Άλλωστε, πόσες φορές ο άνθρωπος, και ιδιαίτερα ένα ζευγάρι, ζει και «την πιο μεγάλη ώρα», αλλά και την «κατηφόρα»!

Το 1967 γράφει το αριστούργημα «Θα κλείσω τα μάτια», με την φωνή του Μπιθικώτση, όμως, το τραγούδι λογοκρίνεται, γιατί η χούντα δεν ήθελε ο κόσμος να ακούει στίχους, που περιγράφουν καταστάσεις σαν κι αυτήν «Τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει τη νιώθω μεγαλύτερη ντροπή».

Κι έτσι, επανέρχεται το 1971 γράφοντας για τη Μοσχολιού στην ίδια δική του μελωδία, ένα καθαρά ερωτικό κομμάτι, με τους «πολιτικά ορθούς» στίχους, αφήνοντας άναυδο το κοινό, που ακόμα και σήμερα, δεν ξέρει ποια εκτέλεση να διαλέξει. «Σε άγγιξα στου ονείρου μου την άκρη και στράγγιξα τον πρώτο στεναγμό».

Το 1974 κυκλοφορεί ο δίσκος «Η ζωή μου όλη». Έξι τραγούδι όλα κι όλα, που σηματοδότησαν ένα καινούργιο λαϊκό δρόμο, ο οποίος «πατάει» κυρίως στη χορταστική ευεξία του ρυθμού των 9/8 , στιχουργικά, όμως, κάνει στάχτη το ξεπερασμένο, κατά τον ίδιο, χάρτινο τείχος του. Από την μια γράφει «φύγε» και από την άλλη «μη φύγεις», έτσι όπως με την ίδια ευκολία γράφει «σ’ αγαπάω» και «δεν σ’ αγαπάω».

Ερμηνευτικά, όμως, ο δίσκος αυτός, κι είναι παραδεχτό από όλους, απογειώνεται από τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ο δίσκος βόμβα μεγατόνων σκάει κυριολεκτικά το 1977. Λέγεται «Παρών» και σ’ αυτή τη δουλειά ο λαϊκός διανοούμενος ξεδιπλώνει μια ακριβή, ποιοτική, σκουρόχρωμη και καθόλου ψευτοαισιόδοξη κατάσταση. Σ’ αυτό τον δίσκο ο Άκης Πάνου γράφει τραγούδια-σπονδές για τα πιο άγρια όνειρα των λαϊκών ανθρώπων.

Ο δίσκος αυτός, δηλαδή ο δίσκος «Παρών», κάνει αίσθηση και προκαλεί εκατέρωθεν συζητήσεις και για έναν ακόμα λόγο. Ο συνθέτης του, σε σημείωμα στο οπισθόφυλλο του, κάνει σκληρή επίθεση εναντίον της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη, προκαλώντας έτσι παράσιτα, τα οποία αρχίζουν να ξετυλίγουν το κουβάρι μιας σειράς γεγονότων, καλλιτεχνικών και μη, όσον αφορά την πορεία των πραγμάτων.

Στο καυστικό σημείωμά του στο οπισθόφυλλο της πρώτης έκδοσης ο συνθέτης γράφει:

«Πριν από ένα ή και μισό αιώνα το τραγούδι ήταν στιχάκια του δημοτικού της λογοτεχνίας με μουσική ανάλογη: “πάρε με Αντριάνα μου να σε βοηθώ στην πλύση και να σου κουβαλώ νερό απ’ το βατραχονήσι”. Κουβέντες χωρίς “βάθος”, αλλά και “τεχνική” αντιπαραγωγική. Ασφυκτικά μέτρα και ομοιοκαταληξίες, που σπάγανε το κεφάλι τους να “σκαρώσουν” οι ποιητές, όπως σπάγανε το κεφάλι τους οι αρχιτέκτονες να σκαρώσουν “αρμονικά” διακοσμητικά να στολίσουν τα κτίρια μέσα κι έξω.

Φταίνε, βέβαια, και οι “γλωσσονόμοι”, που γράφανε στα λεξικά κι εξακολουθούνε να το γράφουνε πως “ποίηση είναι η λογοτεχνική δημιουργία σε στίχους”. Έπειτα ήρθε η “προοδευτική” εξέλιξη κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Η μουσική “τέχνη” χωρίστηκε σε “άτεχνη” και “έντεχνη”. Μουσική μαθηματική, εξευγενισμένη, γραμμένη επιστημονικά με φθόγγους “ειδικούς”. Ντυμένο μ’ αυτή τη “νέα” μουσική “πέρασε” κι έγινε προσιτό το μεγαλειώδικο έργο των πολλών μεγάλων.
Άξιον εστί το κάμα που κλωσάει στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα”
“Τούτη η κολώνα έχει μια τρύπα βλέπεις την Περσεφόνη;”
– Δεν είναι τραγικό αν σε καταλάβουν και δεν σε δεχτούν, τραγικό είναι να σε δέχονται χωρίς να σε καταλαβαίνουν
– Τούτο το τελευταίο δεν είναι “ποίηση” είναι ένα απ’ τα πιστεύω μου. Τα τραγουδάκια που υπάρχουν σ’ αυτό το δίσκο είναι “απλοϊκά τραγουδάκια”, με “άτεχνη” μουσική και στίχους με θέματα, που καίνε εμένα κι όσους δεν τη “βρίσκουν” καθόλου-ποτέ- και με τίποτα. Φοβάμαι πως θα “σοκάρουν” όσους τη “βρίσκουν” με την τρύπα της κολώνας, την Περσεφόνη, την πράσινη μύγα και τα σκατά των παιδιών».

Ύστερα, έρχεται ο δίσκος «Θέλω να τα πω» τον Μάρτιο του 1982, με τον Γιώργο Νταλάρα. Το κοινό, που άρχισε πλέον να καταλαβαίνει με ποιον έχει να κάνει, τον συνθέτη Άκη Πάνου και απολαμβάνει την εξομολογητική αυτή τραγουδοποιία, που μονομαχεί με την υποκρισία της Χριστιανικής ηθικής, σπάζοντας τα δεσμά κάθε πνευματικής κηδεμονίας.

Ο δίσκος αυτός κυκλοφορεί σε μια εποχή, στην οποία η «φθορά» του πολιτικού τραγουδιού, όπως αυτό διαμορφώνεται από τη μεταπολίτευση και μετά είναι πλέον εμφανής, ενώ ιδιαίτερη άνθηση γνωρίζουν οι κομπανίες, που επαναφέρουν στο προσκήνιο παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Άκης Πάνου αρχίζει να φλερτάρει με την επικαιρότητα. Κατά καιρούς στέλνει επιστολές διαμαρτυρίας ότι δεν μεταδίδονταν από ραδιοφώνου τα τραγούδια του κι ότι τον αποσιωπούσαν ως δημιουργό. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, σε συνάρτηση με τη δισκογραφία και τα νυχτερινά μαγαζιά, κυριαρχούσε η λαϊκίστικη αντίληψη του «χορέψτε γιατί χανόμαστε».

Το 1983, οι Αδελφοί Φαληρέα εκτόξευσαν στο διάστημα τον δισκογραφικό πύραυλο «Αφιερωμένο Εξαιρετικά» με τα «Παιδιά απ’ την Πάτρα”. Στον δίσκο αυτό συμπεριλαμβάνεται το τραγούδι του Άκη Πάνου «Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός».

Ο ίδιος, τότε, παραπονιέται συνεχώς ότι για το τραγούδι αυτό πήρε πενταροδεκάρες, ταυτόχρονα όμως, είναι γενικά παραδεχτό ότι, τότε, ακούν το όνομα του για πρώτη φορά πολλοί νεότεροι μέσα από τις πωλήσεις εκατοντάδων χιλιάδων δίσκων, μιας ανεξέλεγκτης και παρεξηγήσιμης εμπορικής επιτυχίας.

Μετά το 1988-89 έρχεται το νέο κύμα αναγνώρισης για τον Άκη Πάνου, πάνω στο οποίο ταξίδεψε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ήρθαν οι μαγικές βραδιές στο «Επειγόντως», στο οποίο βάζει στο πάλκο στην πρώτη σειρά τους οργανοπαίκτες και σολίστες και στην δεύτερη τους τραγουδιστές.

Ενώ, συμβαίνουν όλα αυτά, αποκαλύπτουν στους νεότερους, αλλά και στους παλιούς έναν αυθεντικό λαϊκό τραγουδοποιό, που έλεγε ότι είχε βγάλει το δημοτικό, αλλά τον λόγο του τον χειριζόταν με την ακρίβεια φαρμακοποιού και την ευχέρεια δασκάλου.
Άκης Πάνου,
Άνθρωπος των παθών, που δεν γαλήνευε ποτέ του. Πάντοτε ετοιμοπόλεμος με τις εταιρείες δίσκων και τους μαγαζάτορες.
Από τη μια η αίσθηση ότι «η κοινωνία του χρωστάει» και από την άλλη ότι «τα καταφέρνει και μόνος του».

Είναι σίγουρα, άδικο των αδίκων, που η μεγαλύτερη παρεξήγηση για τον Άκη Πάνου σημάδεψε ανεπανόρθωτα την καταδίκη του σε ισόβια για ανθρωποκτονία, από το δικαστήριο της Καβάλας, τον Μάρτιο του 1989.

«Δεν μετανόησα γιατί δεν εννόησα τι έγινε», έλεγε, οχυρωμένος πίσω από τον προσωπικό του κώδικα. Ήξερε ότι θα πλήρωνε για το έγκλημα του αλλά παρέμενε και περίμενε ατάραχος. Αυτό που δηλητηρίασε τον Άκη Πάνου, κατά την διάρκεια ακρόασης της απόφασης του δικαστηρίου και αυτό το οποίο στην ουσία τον «σκότωσε», δεν ήταν τα ισόβια. Ήταν το γεγονός ότι αυτοί που κάθονταν στην έδρα και μερικοί από τους ενόρκους ακύρωσαν την προσφορά του στον πολιτισμό.

Ακόμα αντηχούν σαν φρικτοί πυροβολισμοί οι λέξεις του συνηγόρου Πολιτικής Αγωγής: «απαλλάξτε την κοινωνία από αυτό τον κύριο και τα παρωχημένα τραγούδια του». 
Αυτός ο κύριος και τα παρωχημένα τραγούδια του ήταν αυτός ο οποίος έγραψε αυτά τα αριστουργήματα.

Ο Άκης Πάνου χαρακτηρίστηκε δικαίως ως ένας άνθρωπος με ιδιαίτερη συνέπεια λόγων και ως καλλιτέχνης παθιασμένος, ο οποίος κατάφερε να κάνει ένα ιδιοφυές πέρασμα από το λαϊκό μας τραγούδι.

Με ισχυρούς ηθικούς κώδικες, που δεν αξίζουν εύκολων κρίσεων και επικρίσεων, κι έναν ολόκληρο κόσμο στο κεφάλι του να γυρίζει βασανισμένος σαν ρουλεμάν παλιάς, ίσως, και ξεχασμένης τεχνολογίας.

Άνθρωπος με φωτιά μέσα του, που μόνο δέος και σεβασμό μπορεί να προκαλέσει. Όμως, τα αποτελέσματα της φωτιάς είναι πάντα καταστροφικά και προκαλούν τραγικά γεγονότα, έλκουν κρίσεις και ενίοτε βαριές καταδίκες.

Η προσωπική του ιστορία, αλλά κυρίως τα τραγούδια του, είναι πάντα εδώ, στην κρίση του καθενός μας.

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6