Δύο χρόνια συμπληρώνονται από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, την οποία ανακοίνωσε ο ίδιος ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν με δραματικό διάγγελμά του τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου 2022. Δύο χρόνια πολέμου, τα οποία ανασκοπούμε, ενώ το τι μέλλει γενέσθαι παραμένει ασαφές.

Τέτοιες ημέρες πριν από δύο χρόνια κορυφωνόταν η διπλωματική και στρατιωτική ένταση μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας και χωρών της Δύσης προοιωνίζοντας αρνητικές, αλλά αγνώστων διαστάσεων εξελίξεις. Οι διαπραγματεύσεις για τις τελεσιγραφικού χαρακτήρα απαιτήσεις της Μόσχας προς ΗΠΑ και ΝΑΤΟ να αποσύρουν δυτικότερα και στα όρια του 1997 τις στρατιωτικές υποδομές τους στην Ανατολική Ευρώπη, επομένως και από την Ουκρανία, είχαν ουσιαστικά καταρρεύσει πριν καν ξεκινήσουν τον Δεκέμβριο του 2021. Ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις της Ρωσίας και της Ουκρανίας είχαν συγκεντρωθεί και ασκούνταν εκατέρωθεν της διαφιλονικούμενης ζώνης του Ντονμπάς, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είχε ήδη de facto αποσχιστεί από το 2014, όταν ξεκίνησε ο εμφύλιος εντός Ουκρανίας και επιβίωνε με στρατιωτική και οικονομική διασύνδεση με τη Ρωσία. Δυτικές μυστικές υπηρεσίες προειδοποιούσαν στις αρχές του 2022 ότι επέρχεται κλιμάκωση, όμως ούτε ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι δεν είχε πειστεί ότι η ρωσική αντίδραση θα πάρει τελικά τη μορφή γενικευμένης στρατιωτικής εισβολής.

Η επίσημη κήρυξη της …επιχείρησης

Στις 21 Φεβρουαρίου η Ρωσία αποφάσιζε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των λεγόμενων «Λαϊκών Δημοκρατιών» Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ και να τους παράσχει στρατιωτική συνδρομή, μια τυπική δικαιολογία για την έναρξη της ρωσικής πολεμικής επιχείρησης στο έδαφος της Ουκρανίας, την οποία ανακοίνωσε ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου 2022. Ο Πούτιν έκανε λόγο για ανάγκη «αποναζιστικοποίησης» και «αποστρατιωτικοποίησης» της Ουκρανίας, προστασίας των ρωσικών πληθυσμών του Ντονμπάς από το «εθνικιστικό και νεοναζιστικό καθεστώς του Κιέβου», αλλά και κατοχύρωσης της ρωσικής ασφάλειας ενώπιον του «ηγεμόνα, που επιζητεί παγκόσμια κυριαρχία», χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων και την «αντι-Ρωσία», που δημιούργησε σε «ιστορικά ρωσικά εδάφη», κατά την περιγραφή του Κρεμλίνου. Ο Ρώσος Πρόεδρος επικαλέστηκε την υπέρβαση των ρωσικών «κόκκινων γραμμών» και το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ για την αυτοάμυνα για να εξαγγείλει την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» και προειδοποίησε οποιονδήποτε τρίτο επιδιώξει να εμπλακεί στρατιωτικά με «πρωτοφανείς συνέπειες», δηλαδή ακόμη και χρήση πυρηνικών όπλων.

Αναλόγως των εντάσεων μέσα στη διετία το «πυρηνικό επιχείρημα» θα επανέρχεται επανειλημμένως στο προσκήνιο από ορισμένους δυτικούς και αρκετούς Ρώσους επιτελείς, που επιμένουν ότι η επιδιωκόμενη από Δύση και Κίεβο ήττα της Ρωσίας είναι αδύνατη, γιατί θα ισοδυναμεί εν τέλει με την καταστροφή του πλανήτη. Ρώσοι αξιωματούχοι επανέλαβαν συχνά τη ρήση ότι όταν μια σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, «είναι προτιμότερο να χτυπάς πρώτος», εκτιμώντας ότι η αντιπαράθεση της Ρωσίας γίνεται ουσιαστικά με επιτελεία, υποδομές και παραγωγικές δυνάμεις 50 και πλέον συμμαχικών προς τις ΗΠΑ χωρών και όχι απλώς με τον ουκρανικό στρατό. Αυτό κατέστη γρήγορα κοινός τόπος στη Ρωσία, καθώς η συσπείρωση της Δύσης στην ενιαία γραμμή οικονομικής και στρατιωτικής υπονόμευσης της Ρωσίας και ευθείας στήριξης του Κιέβου και μάλιστα με όλο και πιο επιθετικά και διεισδυτικά σε βεληνεκές όπλα, ήταν ίσως το πρώτο μεγάλο σοκ για το Κρεμλίνο.

Η αποτυχία διπλωματίας, αλλά και κυρώσεων

Η γενίκευση του πολέμου στην Ουκρανία δεν ήταν απλώς η επιβεβαίωση της κατάρρευσης της διπλωματίας μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, που με τη μορφή των εσαεί ανεφάρμοστων συμφωνιών του Μινσκ, υποτίθεται ότι επιχειρούσε να διευθετήσει από το 2015 τη σύγκρουση στο Ντονμπάς. Σε αδιέξοδο, που έχει πλέον επισφραγιστεί, κατέληξαν και οι προσωπικές επαφές Πούτιν με τους άλλοτε συχνότερους συνομιλητές του στη Δύση, τον Γερμανό Καγκελάριο Όλαφ Σολτς και τον Γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, οι συνομιλίες με τον οποίον στο Κρεμλίνο μάλλον θα μείνουν στην ιστορία μόνο για το υγειονομικά περιφρονητικό μήκος του τραπεζιού τους.

Εντυπωσιακά γρήγορα, μόλις τέσσερις ημέρες μετά την προώθηση επίλεκτων ρωσικών δυνάμεων έως και έξω από το Κίεβο, στις 28 Φεβρουαρίου 2022, ξεκίνησαν οι συνομιλίες ρωσικής και ουκρανικής αντιπροσωπείας στο Γκόμελ της Λευκορωσίας. Ακολούθησαν άλλοι δύο γύροι στη Λευκορωσία και δύο στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι σχεδόν κατέληξαν σε σχέδιο συμφωνίας για ουδέτερο, εκτός ΝΑΤΟ καθεστώς και διεθνείς εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία και αναβολή για 15 χρόνια της συζήτησης για το καθεστώς της Κριμαίας. Στα πρωτοφανή των διαπραγματεύσεων θα καταγραφεί η εκτέλεση «κατά λάθος» από την Ουκρανική Υπηρεσία Ασφαλείας ενός μέλους της πρώτης ουκρανικής αντιπροσωπείας, του Ντενίς Κιρέεφ, ο οποίος κρίθηκε αβάσιμα ύποπτος για κατασκοπεία υπέρ της Ρωσίας.

Κατά το Κρεμλίνο η απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από τα περίχωρα του Κιέβου ήταν συμφωνημένη κίνηση καλής θέλησης, ενώ η παρέμβαση του τότε Πρωθυπουργού της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον υπέρ της συνέχισης των συγκρούσεων, οδήγησε σε αδιέξοδο. Κατά το Κίεβο και τη Δύση η αναδίπλωση των ρωσικών μονάδων ήταν αποτέλεσμα των ουκρανικών αντεπιθέσεων και των πρώτων αισθητών απωλειών τους, με συμβολικότερη εξ αυτών τη βύθιση της ναυαρχίδας του στόλου της Μαύρης Θάλασσας, του καταδρομικού «Μοσκβά» στις 14 Απριλίου. Οι συνομιλίες υποτίθεται ότι συνεχίστηκαν τον Απρίλιο μέσω τηλεδιασκέψεων, αλλά τον Μάιο του 2022 ομολογήθηκε ότι τερματίστηκαν άκαρπες.

Την πρώτη χρονιά του πολέμου περισσότεροι από 16 εκ. Ουκρανοί πρόσφυγες (άνω του 1/3 του συνολικού πληθυσμού) έφυγαν από τα σπίτια τους, κυνηγημένοι από τις εχθροπραξίες, στη μεγαλύτερη μετακίνηση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τους περισσότερους να κατευθύνονται σε χώρες της Δύσης και άλλα 3 εκ. προς τη Ρωσία, ανεβάζοντας σε περίπου 5 εκ. το σύνολο όσων μετέβησαν μετά το 2014 στη Ρωσία.

Μετά τον πανικό των πρώτων εβδομάδων και τον αποκλεισμό των ρωσικών τραπεζών από τις συναλλαγματικές ροές και το σύστημα διεθνών πληρωμών SWIFT, το ενεργειακό και οικονομικό επιτελείο της ρωσικής κυβέρνησης έθεσε σε εφαρμογή κάθε διαθέσιμο μηχανισμό απόκρουσης των δυτικών κυρώσεων, απόκτησης εναλλακτικών εσόδων και μεταστροφής της περίσσειας υδρογονανθράκων στην Ασία και την εσωτερική αγορά, πετυχαίνοντας εντυπωσιακά αποτελέσματα, αύξηση εσόδων, αλλά και ανάπτυξη της ρωσικής οικονομίας 3,6% το 2023, μετά τη μικρή κάμψη 2,1% του 2022. Πολλοί αναλυτές υπογραμμίζουν την «υποκρισία» και το πρακτικά ανεφάρμοστο των κυρώσεων, καθώς πολλές δυτικές εταιρείες συνεχίζουν να δρουν στη Ρωσία «μεταμφιεσμένες», το ρωσικό αργό πετρέλαιο εξάγεται μέσω μεταγγίσεων σε ξένα τάνκερ, το φυσικό αέριο ως υγροποιημένο (LNG) ή με εξαγωγές μέσω των παρακαμπτηρίων χωρών, που δεν επέβαλαν κυρώσεις, όπως η Τουρκία και πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες ή οι διαρκώς ανερχόμενες χώρες των BRICS.

Η τραγωδία και η ανάκαμψη της Μαριούπολης

Μετά από 83 ημέρες ανταλλαγής πυρών, μάχης σώμα με σώμα στον αστικό ιστό για τους ενόπλους και μαρτυρικής ζωής σε υπόγεια και καταφύγια για τους πιο τυχερούς αμάχους, στις 17 Μαΐου 2022 η Μαριούπολη πέρασε υπό ρωσικό έλεγχο μετά από την πιο αιματηρή ίσως μάχη του πολέμου αυτού, που στοίχισε με βεβαιότητα τη ζωή χιλιάδων, αν όχι δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, αμάχων και μη, ο αριθμός των οποίων είναι ακόμη δύσκολο αξιόπιστα να εκτιμηθεί υπό συνθήκες σκληρής αντιπαράθεσης της προπαγάνδας των αντιμαχομένων. Το 60-70% των κτηρίων υπέστησαν κάποιου είδους σοβαρή ζημιά, από πυρκαγιά ή ανταλλασσόμενα πυρά. Μιλώντας με αυτόπτες μάρτυρες όταν τουλάχιστον ο μισός και πλέον πληθυσμός από τις περίπου 450.000 είχε αποχωρήσει, πολλοί χαρακτήριζαν «ναζιστικά» τα τάγματα Αζόφ, καταγγέλλοντας τους άνδρες τους ότι δεν επέτρεπαν στους αμάχους να διαφύγουν. Πολλοί απαντούσαν φλεγματικά, ειρωνευόμενοι τους μεν, που τους «υπερασπίζονταν» (ουκρανική πλευρά) και τους δε, που τους «απελευθέρωναν» (ρωσική πλευρά), με τελικό αποτέλεσμα να χάσουν τις κατοικίες τους αδιάφορο από ποια πυρά.

Η εφιαλτική μεταπολεμική εικόνα της Μαριούπολης, μιας πόλης με στρατηγική σημασία γιατί απέκλεισε οριστικά τις δυνάμεις του Κιέβου από την Αζοφική θάλασσα, που απέκτησε χαρακτηριστικά «κλειστής θάλασσας» για τη Ρωσία, μετά την αναίμακτη παράδοση άλλων ρωσόφωνων πόλεων όπως το γειτονικό Μπερντιάνσκ, η Μελιτόπολη και η Χερσώνα ή ο πυρηνικός σταθμός του Ζαπαρόζιε και το Ενεργκοντάρ, ήταν ένα ακόμη σοκ για τη ρωσική κοινωνία και την ηγεσία της χώρας. Επήλθε σε ένα βαθμό η συνειδητοποίηση ότι οι «νίκες» του ρωσικού στρατού θα μοιάζουν εν πολλοίς «πύρρειες». Ο προβληματισμός αυτός για πρώτη φορά στα ρωσικά δεδομένα κατέστη και δημόσια κριτική στα ΜΜΕ για λανθασμένες επιλογές της ρωσικής στρατιωτικής ηγεσίας.  Έτσι κάπως γεννήθηκε και το φαινόμενο των «εγκεκριμένων επικριτών» του στρατού, όπως ο Πρόεδρος της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ και ο επικεφαλής της ιδιωτικής πολεμικής εταιρείας «Βάγκνερ» Γεβγκένι Πριγκόζιν, τη στιγμή, που όποιος επικρίνει δημόσια το ρωσικό στρατό ή διαδηλώνει κατά του πολέμου, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις νέες διατάξεις του ποινικού νόμου, που απαγορεύει «διασπορά ψευδών ειδήσεων για τις επιχειρήσεις του στρατού».

Ενάμιση και πλέον χρόνο αργότερα η Μαριούπολη έχει ξαναγεννηθεί με μια πρωτοφανή οικοδομική δραστηριότητα και βελτίωση υποδομών, όπως οι αυτοκινητόδρομοι, οι οποίοι είχαν μείνει ανέγγιχτοι από τη σοβιετική ακόμη περίοδο. Δεκάδες νέα κτήρια, κατοικίες, σχολεία, νοσοκομεία έχουν δοθεί ήδη προς χρήση, όπως και τα περισσότερα κτήρια, που μπορούσαν να επισκευαστούν, κάτοικοι επιστρέφουν, επιδοτούνται, αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα. Το Κρεμλίνο προφανώς επιδιώκει και καταφέρνει σε έναν βαθμό να τη μετατρέψει σε «βιτρίνα» της μελλοντικής Ουκρανίας, που «θα συνεργάζεται ειρηνικά με τη Ρωσία», αν και η περιοχή έχει πλέον ενταχθεί στη ΛΔ του Ντονιέτσκ, άρα και στο Σύνταγμα της χώρας ως συστατικό μέλος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, επομένως πολύ δύσκολα η Μόσχα θα την εγκαταλείψει σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις, ούτε τέτοια διάθεση είναι ορατή στους κατοίκους, που επέλεξαν να ζουν εκεί. Ανάμεσά τους και δεκάδες χιλιάδες Ελληνες ομογενείς.

Αλλαγή ρωσικής τακτικής, «μαραθώνιος και όχι αγώνας δρόμου»

Τα διαρκώς ανανεούμενα δυτικά οπλικά συστήματα και πολεμοφόδια, η για πρώτη φορά «σύγκρουση επί του πεδίου» ΝΑΤΟϊκών και ρωσικών τακτικών διεξαγωγής του πολέμου, η γενίκευση της χρήσης εναερίων και των πρωτοεμφανιζόμενων πλωτών μη επανδρωμένων, που καταφέρνουν να χτυπούν, έστω και συμβολικά, ακόμη και τη στέγη του προεδρικού γραφείου στο Κρεμλίνο ή κτήρια του Υπουργείου Άμυνας και πολυκατοικίες στο κέντρο της Μόσχας ή το στρατηγείο του ρωσικού Στόλου στη Σεβαστούπολη, αναγκάζοντας πολλά ρωσικά πολεμικά πλοία να υποχωρούν σε πιο απόμερους ναύσταθμους, μαζί με την επιστράτευση εκατοντάδων δυτικών δορυφόρων για τις ανάγκες του Κιέβου, σε συνδυασμό με τα εγγενή ελαττώματα των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, όπως η γραφειοκρατία και η «πείνα για πολεμοφόδια», αυξάνουν αισθητά το τίμημα, τους χρονικούς και λοιπούς προϋπολογισμούς της ρωσικής πολεμικής επιχείρησης. Η ρωσική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία πείθεται ότι θα νικήσει ο πιο ανθεκτικός, ο καλύτερος στον υπολογισμό σε βάθος χρόνου κι όχι ο πιο γρήγορος.

Με την πρωτοφανή στην ιστορία ανατίναξη τον Σεπτέμβριο του 2022 ενεργειακών υποδομών, όπως οι υποθαλάσσιοι αγωγοί φυσικού αερίου Nord Stream 1 και 2 στη Βαλτική θάλασσα, που θα μετέφεραν εύκολα ακόμη μεγαλύτερους όγκους στη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ η Μόσχα δηλώνει βέβαιη ότι πρόκειται για έργο Βρετανών ή/και Αμερικανών, το Κρεμλίνο συνειδητοποιεί οριστικά ότι η σύγκρουση με τη Δύση είναι πλέον ζήτημα «ζωής ή θανάτου».

Η ανακοίνωση επίσης το Σεπτέμβριο της μερικής επιστράτευσης 300.000 Ρώσων εφέδρων αποκάλυψε νέα προβλήματα στις οργανωτικές υποδομές του ρωσικού στρατού, παθογένειες, αλλά και διαφωνία μέρους της ρωσικής κοινωνίας με τις πρακτικές πλέον συνέπειες της πολιτικής του Κρεμλίνου. Δεκάδες χιλιάδες στρατεύσιμοι, κατ’ άλλες εκτιμήσεις εκατοντάδες χιλιάδες, επιχείρησαν να διαφύγουν εκτός συνόρων και πολλοί από αυτούς παραμένουν εκτός Ρωσίας, παρά το γεγονός ότι πλέον οι ανάγκες του εκτεταμένου μετώπου και προφανώς των απωλειών καλύφθηκαν το 2023 από μισό τουλάχιστον εκατομμύριο συμβασιούχους στρατιωτικούς. Το νέο σοκ εδραίωσε την πεποίθηση ότι ο πόλεμος τραβά σε μάκρος, θα είναι «μαραθώνιος κι όχι αγώνας ταχύτητας» και συνοδεύτηκε από τη δεύτερη μεγάλη υποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων στην ανατολική, αριστερή λεγόμενη όχθη του Δνείπερου και την εγκατάλειψη της εκτεθειμένης σε πυρά του Κιέβου πόλη της Χερσώνας το Νοέμβριο του 2022.

Οι αλλαγές στην τακτική και η ρωσική αναδίπλωση σε ασφαλέστερη οχυρωματική γραμμή, που πήρε και το όνομά του, συνδέθηκαν με τον στρατηγό Σεργκέι Σουροβίκιν, ο οποίος ανέλαβε διοικητής των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία τον Οκτώβριο του 2022, αλλά τον Ιανουάριο υποβιβάστηκε σε υποδιοικητή τους, υπό τις διαταγές πλέον του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου της χώρας Βαλέρι Γκεράσιμοφ. Κατά το Κίεβο, οι ρωσικοί βομβαρδισμοί είναι ανεξέλεγκτοι, μαζικοί και συχνά άστοχοι, γι’ αυτό και προκαλούν πολλά θύματα μεταξύ αμάχων, με τη Μόσχα να απαντά συνήθως ότι λειτουργεί ανεπαρκώς η ουκρανική αεράμυνα και αυτή ευθύνεται για πτώσεις αντιαεροπορικών της πυραύλων σε κατοικίες.

Ως «προβοκάτσιες» χαρακτηρίζει η Μόσχα τις τρομοκρατικού χαρακτήρα επιθέσεις ή δολοφονίες, όπως η ανατίναξη φορτηγού και η μερική κατάρρευση της γέφυρας της Κριμαίας, με απώλεια μιας οικογένειας που απλώς διερχόταν με το ΙΧ της, τον Οκτώβριο του 2022 ή οι εκρήξεις βομβών με στόχο γνωστούς Ρώσους πολιτικούς, δημοσιογράφους, συγγραφείς.

Ανταρσία Πριγκόζιν, ουκρανική αντεπίθεση, απώλειες

Το χειμώνα 2022-23 η σύγκρουση πάγωσε εν πολλοίς λόγω ψύχους, αναγκαστικής εκπαίδευσης των επίστρατων και εύλογης κόπωσης. Η Ρωσία μετά τη σταθεροποίηση του μετώπου πέτυχε σε μεγάλο βαθμό και τη σταθεροποίηση της οικονομίας και τη διαφοροποίηση των εσόδων της, αποφεύγοντας όμως μια γενικευμένη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας.

Συνδυάζοντας την πολεμική και επικοινωνιακή δραστηριότητα ξεχώρισε για τις επικριτικές δηλώσεις και τις πατριωτικές εξάρσεις του ο επικεφαλής της εταιρείας «Βάγκνερ» Γ.Πριγκόζιν. Η ανταρσία του Γ. Πριγκόζιν, που ήταν πιθανώς γνωστή σε επιτελικούς αξιωματικούς, όπως ο Σουροβίκιν, που σύντομα θα απαλλαγεί των καθηκόντων του, ήταν η σοβαρότερη και ηχηρότερη αμφισβήτηση της ηγεσίας Πούτιν. Διήρκεσε μόλις ένα 24ωρο, από το βράδυ της 23ης Ιουνίου 2023, που ο Πριγκόζιν κήρυξε την «πορεία προς τη Μόσχα», στοίχισε τη ζωή σε άγνωστο αριθμό στρατιωτικών και την απώλεια ενός ή περισσότερων ελικοπτέρων, που κλήθηκαν να σταματήσουν τους άνδρες του και να εφαρμόσουν την διαταγή Πούτιν για «πάταξη της προδοσίας».

Παρά τις μεσολαβητικές συνεννοήσεις αξιωματούχων με καλή σχέση με τον Πριγκόζιν και την εκτόνωση της κρίσης ακόμη και με κατ’ ιδίαν συνάντηση του Πούτιν με τα ηγετικά στελέχη της θρυλικής για τη δράση της στην Αφρική «Βάγκνερ», παρά τη συμφωνία ότι η εταιρεία διαλύεται και απορροφάται από το ρωσικό στρατό, δύο μήνες αργότερα ανακοινώθηκε ότι ο Πριγκόζιν και στενοί συνεργάτες του σκοτώθηκαν κατά την πτώση από έκρηξη του ιδιωτικού του τζετ. Πολλοί εντός και εκτός Ρωσίας πιστεύουν ότι «εκτελέστηκε» από θιγμένες ρωσικές μυστικές υπηρεσίες ή στελέχη τους, άλλοι ενοχοποιούν τους ενοχλημένους από την αφρικανική δράση του Γάλλους και υπάρχουν και όσοι αμφισβητούν ως και σήμερα ότι είναι νεκρός.

Ένα από τα κεντρικά θέματα της κριτικής Πριγκόζιν ήταν οι υπερβολικές απώλειες στις τάξεις του ρωσικού στρατού, λόγω επιτελικών λαθών και ανεφοδιαστικών ελλείψεων, φθάνοντας μάλιστα να κάνει λόγο για 25.000 άνδρες νεκρούς μόνο από τη «Βάγκνερ» και μόνο για τη μάχη του Μπάχμουτ (Αρτιόμοφσκ) στην περιφέρεια του Ντονιέτσκ. Το θέμα των απωλειών και για τις δύο πλευρές της σύγκρουσης είναι από τα επτασφράγιστα μυστικά, καθώς είναι πρακτικά αδύνατο να εντοπιστούν αξιόπιστες πηγές και τρόπος διασταύρωσης στοιχείων. Σύμφωνα με έρευνα της ρωσικής υπηρεσίας του BBC έχει διαπιστωθεί ο θάνατος 43.014 Ρώσων στρατιωτικών με πιθανότερη εκτίμηση ότι ο συνολικός αριθμός μαζί με τους νεκρούς μαχητές Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ να φθάνει τις 86.000 στα τέλη Ιανουαρίου. Ο αριθμός αυτός ήταν κατ΄ άλλες πηγές 120.000 (New York Times) τον περασμένο Αύγουστο. Η αμερικανική εφημερίδα επικαλείται Αμερικανούς αξιωματούχους και εκτιμά ότι οι νεκροί Ουκρανοί στρατιώτες ήταν 70.000 πέρυσι τον Αύγουστο, όμως οι περισσότερες πηγές δίνουν μεγαλύτερο αριθμό απωλειών για την Ουκρανία. Κατά τον Ρώσο Υπουργό Άμυνας Σ.Σοϊγκού ως τα τέλη του 2023 οι ουκρανικές απώλειες ξεπέρασαν τις 380.000 σε νεκρούς και βαριά τραυματίες. Άλλες πηγές, όπως ο πρώην γενικός εισαγγελέας της Ουκρανίας Γιούρι Λουτσένκο εκτιμά τον αριθμό των θυμάτων της χώρας του σε πάνω από 500.000, ενώ το αμερικανικό Πεντάγωνο στις 124-131.000 θύματα.

Τι μέλλει γενέσθαι;

Δύο χρόνια μετά τη γενικευμένη κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία, κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να υποχωρήσει ή έτοιμος για διαπραγματεύσεις. Οι σχετικές δηλώσεις ετοιμότητας του Κρεμλίνου υπονοούν μόνο συνθηκολόγηση του Κιέβου, το οποίο αναγνώρισε την απώλεια άλλης μια στρατηγικής πόλης, της Αβντέεφκα, με τις τοπικές Αρχές του Ντονιέτσκ να ελπίζουν ότι τώρα θα μειωθούν τα «τυφλά» πυρά στους αμάχους του. Η Μόσχα θα στήσει εκλογικά τμήματα για τις προεδρικές εκλογές της 17ης Μαρτίου και στις πέντε ουκρανικές επαρχίες, που θεωρεί πλέον συνταγματικό έδαφός της, δηλαδή σε Κριμαία, Ντονιέτσκ, Λουγκάνσκ, Χερσώνα και Ζαπαρόζιε, με τις δύο τελευταίες περιφέρειες να παραμένουν εν μέρει υπό ουκρανικό έλεγχο. Ο Πρόεδρος της Ουκρανίας ανακοίνωσε πρόσφατα την απομάκρυνση του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας Βαλέρι Ζαλιούζνι, προφανώς γιατί απέτυχε πλήρως η αντεπίθεση, που διηύθυνε από τον περασμένο Ιούνιο.

Εφόσον έχει όντως καθυστερήσει και δυσχερανθεί ο ανεφοδιασμός του Κιέβου με δυτικά οπλικά συστήματα και πέφτει, όπως περιγράφεται, το ηθικό του, η Μόσχα δηλώνει ότι έχει την πρωτοβουλία σε όλα τα μέτωπα και ότι θα συνεχίσει την προώθηση των δυνάμεών της. Ουκρανοί και δυτικοί αξιωματούχοι επαναλαμβάνουν πανομοιότυπες δηλώσεις του παρελθόντος ότι δεν μπορεί να επιτραπεί νίκη της Μόσχας και πρέπει να γίνει το παν για να αποτραπεί, όμως δεν φαίνεται να υπάρχουν τα εργαλεία για να συμβεί αυτό.

Θα μπορούσαν να είναι μια τέτοια λύση κάποια μαχητικά αεροσκάφη, που αναμένεται να αποκτήσει το Κίεβο αργότερα φέτος; Θα υπάρξει νέα κλιμάκωση και ενδεχομένως χερσαίες ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις στο έδαφος της Ουκρανίας; Θα επηρεάσει τις εξελίξεις η ένταση της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ και η πιθανή εκλογή μη Δημοκρατικού υποψηφίου; Είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο το κύπελο της ρωσικής «νίκης», που δεν μπορεί κατά τους «σκληρούς» να είναι ολοκληρωμένη και ασφαλής χωρίς τις «ρωσικές πόλεις» του Χαρκόβου, της Οδησσού και του Κιέβου; Θα επιδιώξει άραγε η Ρωσία μετά από τυχόν νίκη της στην Ουκρανία, επέκταση των εχθροπραξιών και σε γειτονικές χώρες, όπως καταγγέλλεται; Ή θα αρκεστεί στο κλείσιμο «εκκρεμοτήτων», που κληρονομήθηκαν από τη διάλυση της Σ. Ένωσης, όπως για παράδειγμα η Υπερδνειστερία, η αυτοαποσχισθείσα φιλορωσική περιφέρεια της Μολδαβίας στα σύνορα με την Ουκρανία;

Πολλά από τα ερωτήματα αυτά θα απαντηθούν φέτος, χωρίς όμως να υπάρχει βεβαιότητα για το πώς ακριβώς. Στην πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων το 10% μόνο των ερωτηθέντων σε 12 ευρωπαϊκές χώρες πιστεύουν ότι νικητής από τον πόλεμο θα βγει η Ουκρανία, ενώ 20% βλέπουν ως νικητή τη Ρωσία, με 37% να θεωρούν ότι ο πόλεμος θα τερματιστεί με συμβιβασμό. Αντιθέτως ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ Βασίλι Νιμπένζια είναι βέβαιος ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον μια δεκαετία για να αποκατασταθούν ομαλές σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας.

 

πηγή ΚΥΠΕ