Δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στην Κυπριακή Δημοκρατία για την απομείωση καταθέσεων που υπέστησαν πελάτες της Λαϊκής Τράπεζας από τα μέτρα και τις αποφάσεις που λήφθηκαν δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, ούτε υπάρχει διασύνδεση του δημοσιονομικού χρέους της Δημοκρατίας με την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, αποφάνθηκε πρόσφατα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας.
Με την απόφαση του που εκδόθηκε προχθές, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απέρριψε αγωγή που στρεφόταν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, στη βάση ότι τα μέτρα και οι αποφάσεις που λήφθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο παραβίαζαν τα συνταγματικά και ιδιοκτησιακά δικαιώματα του ενάγοντα.
Κατά την κρίση του Δικαστηρίου οι αποφάσεις που λήφθηκαν για αντιμετώπιση της οικονομικής κατάσταση της χώρας που επηρεάζει το τραπεζικό σύστημα και αντίστροφα, επέφεραν εν τέλει απομείωση των καταθέσεων, όμως παράλληλα διασφάλισαν τη χρηματοοικονομική σταθερότητα του κυπριακού τραπεζικού συστήματος στην ολότητά του, την άμεση πρόσβαση στις ασφαλισμένες καταθέσεις και τη μη μετακύλιση του κόστους εξυγίανσης των τραπεζών στους φορολογούμενους.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως γενική και αόριστη τη θέση που προβλήθηκε από τον ενάγοντα ότι η Δημοκρατία καθυστέρησε να υποβάλει έγκαιρα, αίτημα για οικονομική στήριξη στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, για να σημειώσει πως κατά την κρίση του «δεν έχει αποδειχθεί, στο βαθμό που απαιτείται, ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιάς που υπέστη ο Ενάγοντας και της παράλειψης της Κυπριακής Δημοκρατίας να αποταθεί έγκαιρα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης».
Ρητή είναι ακόμη η αναφορά του Δικαστηρίου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία κατέβαλε πολλές προσπάθειες για διάσωση τόσο της Λαϊκής Τράπεζας όσο και της Τράπεζας Κύπρου.
Ως προς το ζήτημα παραβίασης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του ενάγοντα λόγω της εξυγίανσης, το Δικαστήριο αναγνώρισε πως η τραπεζική σύμβαση αποτελεί δικαίωμα ιδιοκτησίας του ενάγοντα και υπήρξε περιορισμός του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι.
Ωστόσο, όπως το Δικαστήριο επισημαίνει, αυτός ο περιορισμός δεν αντίκειται στο Σύνταγμα ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθότι εξυπηρετούσε τόσο τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, αφού αποφεύχθηκε η άτακτη χρεοκοπία των τραπεζικών ιδρυμάτων, όσο και τα συμφέροντα του ίδιου του ενάγοντα, αφού τα μέτρα που λήφθηκαν εξασφάλισαν την καταβολή των ασφαλισμένων καταθέσεων.
Κατ’ επέκταση, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας, ενώ έκρινε ότι η αξίωση του ενάγοντα κατά της Λαϊκής Τράπεζας έχει αποδειχθεί.
Όπως ενδεικτικά αναφέρεται στην απόφαση: τα μετρα που ληφθηκνα σε σχέση με την στη Λαϊκή Τράπεζα δεν έχουν επενεργήσει ώστε αυτή να απαλλαγεί των συμβατικών της υποχρεώσεων έναντι των καταθετών της, περιλαμβανομένου του Ενάγοντα.
Συνεπώς, η Λαϊκή Τράπεζα χρωστά στον Ενάγοντα το υπόλοιπο μέρος της κατάθεσής του.
Το γεγονός ότι δεν έχει τη δυνατότητα να του το αποπληρώσει γιατί τα περιουσιακά της στοιχεία, οι τίτλοι ιδιοκτησίας και δικαιώματα της μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου δεν ανατρέπει το δικαίωμα. Καταλήγει το δικαστήριο».