Του Δημήτρη Στρατή

«Οι θεοί πεθαίνουν παιδιά. Ο Μαραντόνα όχι», ήταν μια από τις χιλιάδες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τον θάνατο του θρύλου του ποδοσφαίρου. Οι νεότερες γενιές δεν είχαμε την τύχη να δούμε τον «Θεό της μπάλας» να αγωνίζεται, σε όλους, όμως, έτυχε να ακούσουμε αμέτρητες ιστορίες για τον Μαραντόνα, από μεγαλύτερους σε ηλικία ποδοσφαιρόφιλους.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που κανείς δεν μπορεί να βρει ψεγάδι για τις ικανότητες και την ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα του Ντιέγκο εντός του γηπέδου. Ακόμα και για όσα έκανε εκτός γηπέδου: έφεση στο αλκοόλ, γυναίκες, χρήση ναρκωτικών και η λεγόμενη «κακή» ζωή, υπάρχει εξήγηση και την εντοπίζει κανείς στις σχέσεις του με τη μαφία της Νάπολι.

Η ανθρώπινη πλευρά του Μαραντόνα ως αντί-σταρ και το γεγονός ότι δεν έκρυβε ποτέ τα ελαττώματά του, ήταν ένας από τους λόγους που αγαπήθηκε όσο κανείς ανά το παγκόσμιο. Για τούτο και στο λαϊκό προσκύνημα στη σορό του, έκλαψε όλη η Αργεντινή. Γι’ αυτό τον αποχαιρέτησαν αγκαλιασμένοι οπαδοί ομάδων, που μισιούνται αναμεταξύ τους για χρόνια.

Πολλά έχουμε διαβάσει για τον «Πίπε ντ’ όρο» ή «Ντον Ντιέγκο». Η ιστορία με το «χέρι του Θεού» και το πώς κατάφερε ένας άνθρωπος να οδηγήσει την Αργεντινή στην κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1986 είναι η πιο γνωστή. Ο Μαραντόνα έκανε τα πάντα για να δώσει χαρά και στον τελευταίο συμπατριώτη του. Αγαπήθηκε ακόμα κι αν χρησιμοποίησε δόλο για να το καταφέρει αυτό που έμοιαζε ακατόρθωτο.

Απ’ όλα όσα έχω διαβάσει για τον Μαραντόνα, δεν βρίσκω πιο συγκινητική ιστορία που να περιγράφει ποιος ήταν ο Ντιέγκο − ως κοινωνικό φαινόμενο − από αυτή που δημοσίευσε εδώ και χρόνια η διαδικτυακή σελίδα El Sombero:

«Το 1984 ζητήθηκε από τη διοίκηση της Νάπολι η συμμετοχή της ομάδας σ’ έναν φιλανθρωπικό αγώνα, σε ένα επαρχιακό γήπεδο μιας πόλης κοντά στη Νάπολι, της Ατσέρα. Στόχος ήταν να συγκεντρωθούν χρήματα για να μπορέσει ένας φτωχός πατέρας να στείλει τον γιο του για επείγουσα επέμβαση στη Γαλλία. Ο πρόεδρος της ομάδας αρχικά αρνήθηκε, λόγω της κατάστασης του γηπέδου της επαρχιακής ομάδας, φοβούμενους τραυματισμούς των παιχτών. Ο Ντιέγκο, όμως, είχε άλλη άποψη. Κατέβασε όλη την φημισμένη τότε ομάδα της Νάπολι σ’ ένα γήπεδο γεμάτο λασπόνερα. Δεν ενδιαφέρθηκε αν θα τραυματιζόταν. Έπαιξε σαν να μην υπήρχε αύριο, κυλίστηκε στη λάσπη σαν μωρό παιδί και πανηγύρισε με πάθος τα γκολ που έβαλε, δίνοντας χαρά στους πέντε χιλιάδες ανθρώπους που μαζεύτηκαν, οι οποίοι τον χειροκρότησαν στο τέλος παρατεταμένα. Το μικρό αγόρι έκανε την επέμβαση και σώθηκε».

Αυτός ήταν ο Μαραντόνα. Γι’ αυτό θα ζει πάντα ανάμεσά μας… ακόμα κι αν οι θεοί πεθαίνουν. Δεν δίστασε ποτέ να λερωθεί για όσα πίστευε.

Ο Ντιέγκο, άλλωστε, δήλωσε κάποτε, συνοψίζοντας την ουσία του ποδοσφαίρου:

«Το ποδόσφαιρο είναι το πιο όμορφο και υγιές άθλημα του κόσμου. Γι’ αυτό, να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία κανείς. Αν κάποιος κάνει ένα λάθος, δεν πρέπει να πληρώσει το ποδόσφαιρο γι’ αυτό. Εγώ έκανα λάθος και το πλήρωσα. Αλλά η μπάλα… Η μπάλα δεν λεκιάζεται».

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6