Σ ένα τραγούδι, στο οποίο ο Δημήτρης Μητροπάνος είναι ακόμα μια φορά αξεπέραστος, ο Φίλιππος Γράψας με τον στίχο του αγγίζει καρδιές, ψυχές, συναισθήματα σε συνάρτηση με τον τελευταίο μήνα του καλοκαιριού, ο Μάριος Τόκας σε μια ματζόρε κλίμακα γράφει ακόμα ένα τραγούδι γεμάτο μια γλυκιά μελαγχολία.
«Τον Αύγουστο που μου χρωστάς»
Πάντα -τουλάχιστον σε μένα- οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου είχαν ιδιαίτερη σημασία. Πρώτα απ’ όλα σκεφτόμουν αν τα «όνειρα» και οι σχεδιασμοί του καλοκαιριού υλοποιήθηκαν. Αυτά όλα που έβαλα ως στόχο να κάνω.
Ύστερα με κυρίευαν οι σκέψεις για το φθινόπωρο και αμέσως μετά για το τι θα φέρει μαζί του ο επερχόμενος χειμώνας.
«Τον Αύγουστο που μου χρωστάς»
Μέσα σε πέντε λέξεις βγαίνει ένα αντρικό παράπονο, αυτό της ψυχής που είναι βαθύ, αλλά πονάει ίσως για τον έρωτα που χάθηκε, όπως οι διακοπές που πέρασαν και θα έρθουν ξανά σε ένα χρόνο.
Ένα τραγούδι, που κουβαλά το συναίσθημα που έχουμε όταν γυρίζουμε στη πόλη μας από καλοκαιρινή άδεια, και αυτή η πόλη είναι άδεια και κενή, όπως αυτό που νιώθουμε.
Η πρώτη φορά, που ακούσαμε το τραγούδι αυτό ήταν στο άλμπουμ «Παρέα μ έναν ήλιο» το 1994. Τότε ήταν που μας «σημάδεψαν» τα συναισθηματικά χρέη που μας σύστησε ο Μητροπάνος. Κι όσα καλοκαίρια κι αν περάσουν αυτό το τραγούδι αυτές τις μέρες έρχεται πάντα στη σκέψη μας.
Είτε «τ’ Αυγουστιάτικο φεγγάρι δεν το βρήκαμε» είτε «πιο νωρίς ήρθε ο χειμώνας και χαθήκαμε» η ουσία είναι μία! Ακόμα μια φορά αφήσαμε κάτι πίσω. Ακόμα ένα καλοκαίρι θέλαμε να κάνουμε πολλά αλλά δεν τα καταφέραμε.
Αφήσαμε πολλούς φίλους και γνωστούς χωρίς να πιούμε καφέ μαζί τους, πολλές υποχρεώσεις που αναβλήθηκαν ίσως για το επόμενο καλοκαίρι. Τη θάλασσα που δεν «χαρήκαμε» όσο έπρεπε. Τη δροσιά του βουνού. Τα ταξίδια που αναβάλλουμε για δεύτερο καλοκαίρι. Τα φρούτα, τα ξενύκτια, τα κόκτεηλ, τα υπαίθρια μαγαζιά που πεθυμούμε ολόχρονα. Ένα καλοκαίρι δεν είναι ποτέ αρκετό.
Η «χαρά» της έλευσης» της πιο μεγάλης μέρας τους χρόνου (21 Ιουνίου) την οποία απολαμβάνουμε από τις αρχές Μαΐου σύντομα αντιστρέφεται. Βλέπουμε τη δύση του ήλιου να επεκτείνεται και αν φτάνει μέχρι τις 8 παρά και η άλλοτε ώρα που νυχτώνει φαίνεται ως απόγευμα και το πρωί ξημερώνει από τις 5 και κάτι.
Η μέρα καθημερινά «φοράει» ένα γιορτινό φόρεμα , ανάβει τα φώτα της για 15 ώρες και σε προσκαλεί να τη γευτείς να τη μυρίσεις να ακούσεις τους ήχους της και να την ζήσεις. Κι ύστερα ξεκινά να ζει και τη νύχτα!
Ο στίχος του Φ. Γράψα δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης: «Κι αυτό το καλοκαίρι χαραμίστηκε, φθινόπωρο η αγάπη μας βυθίστηκε».
Μαζί με τον «Αύγουστο που μου χρωστάς», το οποίο έχει μια ιδιαίτερη σημασία αν ακουστεί αυτές τις μέρες ένα άλλο τραγούδι έρχεται να πιστοποιήσει τα συναισθήματα της εποχής.
«Πάρε ένα κοχύλι απ’ το Αιγαίο»
«Άννα, δώσ’ μου για να σε θυμάμαι, το μικρό χτενάκι που κρατάς
μπήκε ο Σεπτέμβρης και φοβάμαι, τ’ όνειρο πως τέλειωσε για μας».
Ο στίχος «μπήκε ο Σεπτέμβρης και φοβάμαι, τ όνειρο πως τέλειωσε για μας» δεν αφήνει κανένα ίχνος» για τη συνέχιση αυτής της σχέσης. Ο Σεπτέμβρης αν και ζεστός μήνας δεν αφήνει περίπτωση επανασύνδεσης. Άλλαξε ο μήνας άλλαξε η εποχή και σιγά-σιγά το φθινόπωρο θα κάνει την εμφάνιση του.
Το τραγούδι γράφτηκε από τον Κώστα Χατζή, τον Ξενοφών Φιλέρη το 1980 και το ερμήνευσε ο Δάκης.
Η ομολογία και σε αυτό το κομμάτι είναι μόλις ο Σεπτέμβρης αρχίζει να μετρά τις μέρες του, τότε όλα πρέπει να πάρουν τον δρόμο τους. Ενώ το Αιγαίο και ο ήλιος είναι στοιχεία που μπορεί κάποιος να τα μην χορταίνει να τα βλέπει-ιδιαίτερα αν είναι με τον άνθρωπο του στο ρεφραίν του κομματιού είναι συνδεδεμένα με τη μοναξιά.
Χωρίς τα όσα γράφουμε παρακάτω να είναι διασταυρωμένα, το τραγούδι αυτό έχει και μια άλλη «διάσταση».. Το ερωτικό αυτό κομμάτι γράφτηκε από τον σαλταδόρο επί Κατοχής στιχουργό Φόντα Φιλέρη κατά τη διάρκεια της πολύμηνης εξορίας του στην Ιθάκη την εποχή του Εμφυλίου (1946-49) όπου φυλακίστηκε για τις ιδέες του.
Περίμενε την “Άννα” του, να ξαναφανεί με το πλοίο που μετέφερε τους συγγενείς των εξόριστων, κουνώντας το μαντήλι της, γιατί του το ‘χε τάξει…
Όμως η Άννα δε φάνηκε ποτέ και εκείνος περίμενε χωρίς να ξεχνάει την υπόσχεση κρατώντας το χτενάκι της. Ίσως η Άννα να φοβήθηκε, ίσως να την τρομοκράτησαν οι ανελέητοι διωγμοί που είχαν υποστεί όσοι είχαν σχέσεις με εξόριστους.
Η αλήθεια είναι ότι με τον κορωνοιό, ο οποίος «ξετίναξε» κυριολεκτικά τη ζωή μας δεν μπορείς να υπολογίσεις τίποτε. Ούτε πλάνα να κάνεις. Ούτε να προγραμματίσεις ταξίδι, ούτε ένα κοινωνικό γεγονός του οποίου η χρονική στιγμή να είναι πέραν της μιας βδομάδας.
Καταλήγοντας, θέλουμε να πούμε ότι αυτό που μας χρωστά ο Αύγουστος και κάθε Αύγουστος είναι το «πρόσωπο» που είχε κάποια περασμένα χρόνια της παιδικής μας αθωότητας. Που «μετρούσαμε» τα μπάνια στη θάλασσα σχηματίζοντας «γραμμούλες και κουτάκια» πίσω από τα ψηλά μας ερμάρια. Που τρώγαμε παγωτό χωνάκι και οι γεύσεις ήταν γάλα-τριαντάφυλλο-σοκολάτα μιας και το βρίσκαμε μόνο το καλοκαίρι. Που πηγαίναμε για μπάνιο με τα πόδια και στην άμμο απλώναμε μόνο την πετσέτα (χωρίς ψαθάκι). Που το φαγητό μας ήταν σάντουιτς, φρούτα και σαφώς όχι στη ποικιλία που υπάρχουν τώρα.
Τότε που είχαμε ένα μαγιώ, ένα ζευγάρι φλιπ-φλοπ, μία πετσέτα μπάνιου και οι διακοπές μας ήταν από την Αμμόχωστο κάθε καλοκαίρι στον Πεδουλά. Που περνούσαμε ώρες ατέλειωτες ψάχνοντας να βρούμε τις χελωνίτσες στη βεράντα του ξενοδοχείου που κρύβονταν πίσω από τις ορτάνσιες. Που περιμέναμε κάθε απόγευμα να περάσει το «κινητό ζαχαροπλαστείο» με δυο λαμαρίνες ανά χείρας στις οποίες είχε στη μία γλυκά του ταψιού και στην άλλη πάστες.
Εκείνο το καλοκαίρι θέλουμε. Εκείνο τον Αύγουστο. Εκείνο τον Σεπτέμβρη που ξεκινούσαμε με χαρά το σχολείο, που περιμέναμε τις σερί γιορτές τις εκκλησίας μας από τις 18 Οκτωβρίου (του Αποστόλου Λουκά) μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου (Του Αγίου Ελευθερίου). Που οι γιορτές συνοδεύονταν με επισκέψεις, σε όλους εορτάζοντες. Που το καλοκαίρι είχε ξεγνοιασιά, το φθινόπωρο δεν ήταν μελαγχολικό αλλά γλυκό και ο χειμώνας δεν ήταν βαρύς, αλλά ζεστός και γεμάτος αγάπη!
Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6