Ο Γιάννης Αργύρης θεωρείται από πολλούς ως ο «πατριάρχης των μπουάτ». Χάρισε στο κοινό που τον άκουγε και τον ακολουθούσε πιστά, τραγούδια-σταθμούς του Νέου Κύματος, όπως: «Έλα μαζί μου», «Πάει κι αυτή η Κυριακή», «Κάποιος γιορτάζει», «Μην κουραστείς να μ αγαπάς» κ.α.
Θεωρείται μια πολύπλευρη και πολυτάλαντη καλλιτεχνική «περσόνα», καθώς, εκτός από τραγουδιστής και στιχουργός, ήταν έξοχος μίμος, σατυρικός ηθοποιός, έκανε πρόζα, διάλογο με τον κόσμο, αυτοσχεδίαζε και ήταν ένας «αληθινός ανιματέρ».
Οι ατάκες και οι παρλάτες του έχουν μείνει στην ιστορία, οι ακροατές του, τις θυμούνται μέχρι σήμερα και τις εναποθέτουν στο διαδίκτυο, ως φόρο τιμής για τις νεανικές αναμνήσεις, που τους χάρισε στα 40 χρόνια, που έγραψε ιστορία (1964-2004) στην θρυλική μπουάτ «Εσπερίδες».
Μέσα σ’ αυτό το υπόγειο, στην οδό Θόλου στην Πλάκα, που προσωπικά χαρακτηρίζω ως «ναό της μουσικής», με τα στριμωγμένα τραπεζάκια, το παλαιό πιάνο, το ημίφως και τη μικρή πλαϊνή του σκάλα, ανδρώθηκαν γενιές καλλιτεχνών και ακροατών. Εκεί πρωτόπαιξαν ή εμφανίστηκαν νέοι, η Μαρία Φαραντούρη, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Γιώργος Ζωγράφος (o οποίος εκεί, τον Ιούλιο του 1966, είχε παρουσιάσει πρώτος τα «Γράμματα από τη Γερμανία» των Μίκη Θεοδωράκη-Φώντα Λάδη) και πολλοί ακόμα νεότεροι γνωστοί και άγνωστοι καλλιτέχνες.
Χαρακτηριστική του πρόζα με απίστευτο χιούμορ – αλλά ο ίδιος πάντα σοβαρός – έλεγε επί σκηνής ότι γεννήθηκε στις 36 Αυγούστου στην οδό «Τρικολάου Χαρούπη», δίπλα από το πελώριο κτίριο, που γράφει «Σχολές Στρατηγών Λογιστάκη», μια διαφημιστική ταμπέλα «ΗΒΗ χίνεις πυμό», εκεί που είναι το «Αιδοίο του Πάρεως». Ένας έξυπνος αυτοσαρκασμός χωρίς να προσβάλει κανέναν και τίποτε.
Αυτή ήταν η φιλοσοφία του Γιάννη Αργύρη. Αυτό, άλλωστε, προσέδιδαν και τα τραγούδια του, αλλά και το ευρύτερο νεοκυματικό κλίμα της εποχής.
Τα παιδιά της γενιάς εκείνης που άκουγαν το πρόγραμμά της μπουάτ «Εσπερίδες», αλλά και της «Απανεμιάς» στη διπλανή πόρτα, έχοντας σεβασμό στους καλλιτέχνες. Μόνο όταν τέλειωνε το τραγούδι, μιλούσαν μεταξύ τους. Ψιθυριστά εννοείται. Αλλά, τότε, τα τραγούδια είχαν νόημα και η διασκέδαση του είδους αυτού, είχε μια αγνότητα, μια γνησιότητα.
Το «Νέο Κύμα», για όσους το έζησαν, υπήρξε πραγματικό κίνημα στο ελληνικό τραγούδι. Άντεξε στον χρόνο περισσότερο απ’ όλα τα είδη. Έδωσε ευπρέπεια και ποιότητα στη μουσική διασκέδαση. Έδωσε τη δυνατότητα να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο ο καλός στίχος. Άνοιξε δρόμους στους νέους συνθέτες, που μπορούσαν να μελοποιήσουν έργα γνωστών ποιητών μας.
Ο Γιάννης Αργύρης ή Γιαν Κιχώτης, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, επέμενε στις «Εσπερίδες» και έλεγε πάντα «όσο αντέξω»! Γι’ αυτό και για πολλά χρόνια είχε χαρακτηρίσει τον χώρο που εργαζόταν ως «Οίκο αντοχής».
Ένα από τα ανέκδοτα του Γιάννη Αργύρη – κομμάτι μακάβριο, αλλά χαριτωμένο, έλεγε: «Ένας ανθρωπάκος μπαίνει σ’ ένα αστυνομικό τμήμα με τρία μαχαίρια καρφωμένα στην πλάτη του και λέει στον αστυνόμο: «Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ για τρίτη φορά»…!!!
Έφυγε από τη ζωή στις 30 Δεκεμβρίου 2015 χτυπημένος από τον καρκίνο σε ηλικία 84 ετών. Η κηδεία του έγινε παραμονή Πρωτοχρονιάς στο κοιμητήριο Ζωγράφου. Τα τελευταία χρόνια τον είχε «χτυπήσει» στον λάρυγγα και τις φωνητικές χορδές. Δεν μπορούσε να μιλήσει, και απέφευγε επιμελώς να κυκλοφορεί και να βγαίνει έξω από το σπίτι του.
Την τελευταία φορά που του μίλησα τηλεφωνικά τον είχα παρακαλέσει να πάω να τον δω, αλλά αρνήθηκε. Δεν ήθελε να τον βλέπουμε στην κατάσταση που ήταν. Ήθελε να τον θυμόμαστε όπως τότε. Στο πάλκο της μπουάτ που δημιούργησε και εκει μέσα έγραψε ιστορία. Εκεί που περάσαμε τα φοιτητικά μας χρόνια.
Μάλιστα, τις Παρασκευές και τα Σάββατα, ο Γιάννης Αργύρης παρουσίαζε δυο παραστάσεις. Δεν θα ξεχάσω επίσης ότι οι «τοίχοι» της μπουάτ ήταν διακοσμημένοι με κολλημένες εφημερίδες και φύλλα περιοδικών.
Φωτογραφίες των μεγάλων Ελλήνων συνθετών, ποιητών, πόστερ συναυλιών και άρθρων που έγραφαν για την μπουάτ και για άλλα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά νέα.
Ένα από τα «όνειρα» μου ήταν πάντα, να κάνω έναν δικό μου χώρο και να τον διακοσμήσω με αυτό τον τρόπο. Γι’ αυτό και έχω μαζέψει εκατοντάδες αφίσες, οι οποίες είναι ακόμα όλες στοιβαγμένες σε ένα ερμάρι..!!
Κλείνω το κείμενο μου με την τελευταία κουβέντα που μου είπε (τηλεφωνικά), αφού του ανάφερα ακόμα μια φορά, ότι η φωνή και η παρουσία είναι άρρηκτα δεμένη με το νέο Κύμα και την εποχή των μπουάτ. Μου είπε χαρακτηριστικά με πίκρα και πόνο. «Κάποτε ήμασταν το Νέο Κύμα και τώρα γίναμε… παραλία…!
Μια από τις φράσεις-πειράγματα του προς το κοινό ήταν: «Χειροκροτείστε ρε, χέρια δεν έχετε; Όποιος δεν έχει, να του βάλουμε…» Αυτό το κοινό, που αγάπησε και υποδεχόταν με αγάπη κάθε βράδυ, ως ο πιο φιλόξενος οικοδεσπότης στον «υπόγειο ουρανό» του, όπως αποκαλούσε πάντα τις «Εσπερίδες».
Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6