Του Μιχάλη Πουργουρίδη

«Μεσ’ το κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα/αν έχεις μάτια να τα δεις/αν έχεις χέρια να τ’ αγγίξεις/ Μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους/ Αρκεί να πας, αρκεί να πας/ Ολάνοιχτος γυρεύοντάς τα/ γυρεύοντάς τα…»

Ελάχιστοι, ίσως, γνωρίζουν πως οι στίχοι της Λένας Παππά, αυτού του γνωστού τραγουδιού του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα, «αφιερώθηκαν» από τους δύο δημιουργούς στον Άλκη Αλκαίο.

Και για όσους αναρωτιούνται τι σχέση μπορεί να έχει το τραγούδι αυτό με την άγνωστη ζωή του εμπνευσμένου ποιητή του ελληνικού τραγουδιού, απαντάμε πως για πάρα πολλά χρόνια η ζωή του, ήταν περιορισμένη σε ένα δωμάτιο, η φαντασία του, ωστόσο, συνέχιζε να καλπάζει ελεύθερη, σε τόπους μακρινούς, σε εικόνες και συναισθήματα γεμάτα ένταση και πάθος.

Ένας ποιητής, που υπήρξε αγωνιστής και ενέπνευσε εκτός από τους Κατσιμίχες και τον Οδυσσέα Ιωάννου, να του αφιερώσει τους στίχους του τραγουδιού «Μικρές Νοθείες», που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος και συμπεριλήφθηκε στον δίσκο «Θάλασσα στη σκάλα» με τον Β. Παπακωνσταντίνου το 1999.

«Ποτέ του δεν κατάφερε
Να βγει σε μια λιακάδα
Και ζει μ’ ότι περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα
Τα πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα
Και λέει πως το ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα
Κρεμάει τις αφίσες του στα παράθυρα του
Κρύβει το φως μα κρύβει κι όλα τ’ άλλα
Γιατί το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρο του
Είναι μια θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα»

Ο Βαγγέλης Λιάρος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, δεν ήταν μόνον ο στιχουργός των μεγάλων τραγουδιών, όπως το «Ερωτικό», η «Ρόζα», το «Πρωινό τσιγάρο», «Λούνα Πάρκ», «Σαν πλανόδιο τσίρκο», «Κιφ» και τόσα άλλα. Ήταν ένας βαθιά πολιτικοποιημένος άνθρωπος, με έντονη αντιδικτατορική δράση, την οποία μάλιστα «πλήρωνε» για όλη του τη ζωή.

Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, την περίοδο της δικτατορίας είχε εμπλακεί ενεργά στην πρώτη, άκαρπη απόπειρα δραπέτευσης του Αλέκου Παναγούλη από τη φυλακή, όπου βρισκόταν μετά την αποτυχημένη προσπάθεια δολοφονίας του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου στη Βάρκιζα στις 13.8.1968.

Συνελήφθη, βασανίστηκε άγρια και οι πληγές αυτών των βασανισμών σημάδεψαν ισόβια το κορμί του, καθώς του δημιούργησαν σοβαρότατα νευρολογικά και κινητικά προβλήματα.

Ο Άλκης Αλκαίος πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις για να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα. Κάποια στιγμή, μάλιστα, ταξίδεψε στο εξωτερικό προκειμένου να υποβληθεί σε μία ειδική επέμβαση, η οποία, όμως, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Έτσι, όσο περνούσαν τα χρόνια ήταν αναγκασμένος να περνά τις ημέρες και τις νύχτες του κλεισμένος σ’ ένα σπίτι και για μεγάλα χρονικά διαστήματα ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι.

Φύλακας-άγγελός του σε όλη αυτήν την περιπέτεια ήταν ο πατέρας του, ο οποίος ζούσε μαζί του και τον περιέβαλε με όλη του την αγάπη.

Τα προβλήματα υγείας μπορεί να καθήλωσαν το κορμί του Άλκη Αλκαίου, δεν στάθηκαν, ωστόσο, ικανά να εγκλωβίσουν την ψυχή, τη φαντασία και το ταλέντο του.

Ο Άλκης Αλκαίος μπορεί να μην έβγαινε συχνά από το σπίτι του, μπορεί να μην έζησε προσωπικές στιγμές, που κάθε άνθρωπος θα ήθελε να ζήσει, ήταν, όμως, ο ποιητής που έγραψε συγκλονιστικά ερωτικά κείμενα, αλλά και κάποιους από τους πιο προφητικούς στίχους του ελληνικού τραγουδιού. Στίχους, που ακούμε σήμερα, δεκαετίες ολόκληρες μετά τη σύλληψή τους, και μας ακούγονται τόσο επίκαιροι, τόσο σημερινοί…

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες όσων των γνώρισαν, συνεργάστηκαν και έκαναν παρέα μαζί του, ο Άλκης Αλκαίος ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά γλυκός, γενναιόδωρος, αλλά και πολύ δυνατός. Δεν σε άφηνε καν να αντιληφθείς το πρόβλημά του, ούτε του άρεσε να συζητά για όσα είχε ζήσει στο παρελθόν.

Πάντα μιλούσε για το μέλλον.
«Μπορεί να ήταν κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο, αλλά το δωμάτιο αυτό είχε παράθυρα σ’ όλον τον κόσμο», μας λέει ο Μίλτος Πασχαλίδης, ένας από τους τραγουδοποιούς της νεότερης γενιάς, που συνεργάστηκε στενά με τον Άλκη Αλκαίο.

«Είχε εμμονή με τις λέξεις, δούλευε πολύ το κείμενό του και απαιτούσε από τον συνθέτη να μην αλλάζει ούτε ένα κόμμα. Προτιμούσε να αλλάξει τον τίτλο ενός τραγουδιού, παρά να αντικαταστήσει μια απλή για τους άλλους λέξη, η οποία, όμως, για τον ίδιο είχε καθοριστική σημασία…», συμπληρώνει.

Και πάντα αποδεικνυόταν εκ των υστέρων πως ο στιχουργός είχε δίκιο, αφού, για ακόμη μία φορά, το τραγούδι σημείωνε μεγάλη επιτυχία.

Ο Άλκης Αλκαίος ήταν ο άνθρωπος που εισήγαγε τις «δύσκολες» λέξεις στο λαϊκό τραγούδι, που «μίλησε» μέσα από τη σύνθετη ποιητική του γλώσσα στη ψυχή κάθε Έλληνα, που έγραψε τραγούδια για πολλούς και διαφορετικούς ερμηνευτές, από την Χάρις Αλεξίου και τον Δημήτρη Μητροπάνο, μέχρι τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Μπάμπη Στόκα και τον Μανώλη Μητσιά.

Κι αν ο περισσότερος κόσμος, που έχει λατρέψει τα τραγούδια του, δεν είδε ποτέ το πρόσωπό του και δεν διάβασε ποτέ καμιά συνέντευξή του, είναι γιατί ο ίδιος το είχε επιλέξει, καθώς πίστευε πως ό,τι έχει να προσφέρει στον κόσμο, το προσφέρει μέσα από την ποιητική του έμπνευση.

Δεν θα υπήρχε καλύτερος τρόπος να παρουσιάσουμε την πορεία του Άλκη Αλκαίου στο ελληνικό τραγούδι από μια προσωπική αφήγηση του Θάνου Μικρούτσικου, του συνθέτη που τον σύστησε στο ευρύ κοινό και μοιράστηκε μαζί του ένα πολύ μεγάλο μέρος της δημιουργίας του:

«Μιλώντας για τον Άλκη Αλκαίο είναι σαν να μιλάω για τον εαυτό μου, για τη δική μου πορεία στο τραγούδι, καθώς μαζί έχουμε γράψει πάνω από 150 τραγούδια και έχουν εκδοθεί περίπου 70. Τον συνάντησα πριν τριάντα χρόνια, με ένα κείμενό του που δημοσιεύτηκε σε μια εφημερίδα, το μελοποίησα, έψαξα να τον βρω, τον βρήκα, του το έπαιξα τηλεφωνικά, του άρεσε κι έτσι ξεκινήσαμε…

Και ακολουθούν τέσσερα χρόνια καθημερινής σχεδόν αλληλογραφίας, στίχοι απ’ τη μεριά του, κασέτες-επιστροφή απ’ τη μεριά μου, για να καταλήξουμε στα πρώτα σαράντα που μελοποίησα κι απ’ τα οποία προέκυψαν τα έντεκα του δίσκου Εμπάργκο.

Ήταν η πρώτη ουσιαστική εμφάνιση του Άλκη Αλκαίου στη δισκογραφία. Και αυτομάτως καθιερώνεται ως η ανερχόμενη δύναμη στον στίχο. Ήταν ένας σπουδαίος ποιητής, που παρίστανε τον στιχουργό».

Στην ιστορία της ποίησης, οι μεγάλοι ποιητές έχει αποδειχθεί ότι μας δείχνουν με σημάδια όψεις του μέλλοντος μας. Στην ιστορία του τραγουδιού, οι μεγάλοι στιχουργοί το δηλώνουν απλά και ξεκάθαρα. Βλέπουν κι εκφράζουν πριν από εμάς, αυτό που θα γίνει συνείδηση κάποια χρόνια μετά.

Αυτό κάνει ο Αλκαίος ξεκινώντας απ’ το «Εμπάργκο». Με το αριστούργημά του το «Ερωτικό» (Πιρόγα) γράφει το πρώτο τραγούδι συγκυρίας. Τα τραγούδια συγκυρίας είναι αυτά που θα λειτουργήσουν στο μέλλον ως αρχαιολογικά ευρήματα. Μετά από 100-150 χρόνια κάποιοι θα τ’ ακούν και θα καταλαβαίνουν πώς ζούσαμε εμείς οι πρόγονοί τους.

Στο τραγούδι, λοιπόν, «Ερωτικό», που είναι τραγούδι-σήμα της γενιάς μας, υπάρχει μία στροφή από τις εκπληκτικότερες στροφές της ερωτικής ελληνικής ποίησης: το καραβάνι τρέχει μες τη σκόνη/και την τρελή σου κυνηγά σκιά/πώς να ημερέψει ο νους μ’ ένα σεντόνι/πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά/αγάπη που σε λέγαμε Αντιγόνη…

Το οδοιπορικό του Θάνου Μικρούτσικου με τον στιχουργό Άλκη Αλκαίο συνεχίζεται στη συνεργασία, που είχαν με την Αλεξίου στον δίσκο «Η αγάπη είναι ζάλη» το ’86. Βαθύτατα λυρικός, προσπαθεί ν’ αγγίξει τον έρωτα, να κάνει τη στιγμή να διαρκέσει αιώνια.

Ξέρει ότι θα ηττηθεί. Η νίκη στον έρωτα είναι η ήττα μας. Νομοτελειακά χάνουμε τον εαυτό μας: “γελούσε η κάμαρη σαν ήρθες/σου έφερα νερό απ’ τη στέρνα/όλα θ’ αλλάξουνε μου είπες/κι εγώ σου φίλαγα τη φτέρνα…”.

Αρχίζουν και επιβεβαιώνονται οι εμμονές της ποίησης του. Όλοι οι καλλιτέχνες δουλεύουμε με εμμονές, αρκεί να τις εμφανίζουμε με διαφορετικά πρόσωπα.

Η συνεργασία του Μικρούτσικου με τον αείμνηστο Διονύση Θεοδόση το 1989 (“Όσο κρατάει ένας καφές”) έχει έντεκα τραγούδια του Άλκη Αλκαίου στα δεκατρία συνολικά που περιλαμβάνει ο δίσκος. Ξεχωρίζει η τρυφερή και ερωτική μπαλάντα, που δίνει τον τίτλο στο δίσκο, και το «Μια παλιά φωτογραφία», που είναι καθαρά τραγούδι νοσταλγίας και αναμνήσεων.

Η συνεργασία του Μικρούτσικου με τον Αλκαίο έχει και συνέχεια και διάρκεια. Συναντούν τον Δημήτρη Μητροπάνο στο άλμπουμ “Στου αιώνα την παράγκα” το 1996. Ο Αλκαίος δίνει τα ρέστα του. Οι στίχοι είναι ο ένας καλύτερος απ’ τον άλλο. «Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο μα τα κελιά μας είναι χωριστά». Στους στίχους του εναλλάσσεται το “εγώ” με το “εμείς”. Η “Ρόζα” του 1986 τόσα χρόνια πίσω, έχει τον εξής στίχο: “πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία/ πώς η ιστορία γίνεται σιωπή”. Βιώνουμε τη δραματική συγκυρία 31 χρόνια μετά με το δίστιχο αυτό, το δίστιχο το προφητικό.

Απ’ τον στίχο “κανένα μέλλον δεν μπορεί/αυτό που ζούμε να μας πάρει”, στον στίχο “πώς έχει αλλάξει έτσι ο καιρός” ή “στου αιώνα την παράγκα στρώσε τ’ όνειρό σου μάγκα”. Αλλά και: “μια Κυριακή σ’ αντίκρισα και μου ‘κλεψες το φως μου”. Από το άλμπουμ αυτό σαφώς ξεχωρίζουν δύο νέα τραγούδια συγκυρίας: Τόσο η “Ρόζα”, που γράφεται το 1986, όσο και το “Πάντα γελαστοί” κάνουν αίσθηση και ως ζεϊμπέκικα και χορευτικά που είναι, ακούγονται πολύ.

Και όσοι από εμάς εξακολουθούμε να ταξιδεύουμε σ’ αυτήν τη βαρβαρότητα, η οποία ξέρετε πολύ καλά πόσο διάχυτη είναι στον πλανήτη που ζούμε, θα μας ακολουθεί το δίστιχο: “στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι/πάντα γελαστοί και γελασμένοι…” 
Να διευκρινίσουμε και κάτι σχετικά με το τραγούδι αυτό. Υπάρχει από πολλούς η εντύπωση ότι ο στιχουργός του εμπνεύστηκε από τα τραγικά γεγονότα της Δερύνειας τον Αύγουστο του 1996 και αναφέρεται στον Σολωμό Σολωμού, με την φράση… «με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη». Όμως, ο στίχος αυτός γράφτηκε πολύ πριν από το 1996. Αυτό που έγινε, είναι ότι ο δίσκος «στου αιώνα την παράγκα» κυκλοφόρησε το 1996 και ο στιχουργός Άλκης Αλκαίος «αφιέρωσε» το τραγούδι αυτό γράφοντας κάτω από τον τίτλο του «Ισαάκ-Σολωμού και Μαρίνου μαρτύρων».

Σίγουρα, γνωρίζετε ποιος είναι ο Ισαάκ και ο Σολωμός. Να προσθέσουμε ότι ο Χρήστος Μαρίνος (αναρχικός που βρέθηκε περιέργως “αυτοκτονημένος” σε ένα πλοίο το καλοκαίρι του ’96). Αυτά λοιπόν γράφει η ιστορία.

Kι ο Θάνος Μικρούτσικος συνεχίζει να δηλώνει «είμαι περήφανος, πιο πολύ για τα τραγούδια μου, γιατί πριν 30 χρόνια ανακάλυψα έναν σπουδαίο ποιητή που παριστάνει τον στιχουργό». Που εξέφρασε την προσωπική αγωνία ενός εκάστου εξ ημών, αλλά και την καθολική αγωνία της γενιάς μου. Κι αν η ιστορία έγινε σιωπή, ο μόνος δρόμος είν’ ο δρόμος σ’ αυτόν τον τόπο που θα μας ακολουθεί όπου κι αν πάμε…».

Σε ηλικία 63 ετών (Κοκκινιά Φιλιατών 23.11.1949-10.12.2012) έφυγε από τη ζωή ένας από τους κορυφαίους Έλληνες στιχουργούς, ο Άλκης Αλκαίος, χτυπημένος από την επάρατη νόσο και η κηδεία του ανακοινώνεται ότι θα γίνει στην Πάργα. Ο Άλκης Αλκαίος γεννήθηκε κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα και από μικρή ηλικία πολιτογραφήθηκε κάτοικος Πάργας.

Στα Ελληνικά Γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1967, με την έκδοση ενός μικρού δοκιμίου πάνω στον ποιητή Κ.Γ. Καρυωτάκη. Το 1983 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΤ.ΝΕ.Μ., ιδρυτής της οποίας ήταν ο Θάνος Μικρούτσικος, το βιβλίο του Εμπάργκο – Ποιήματα, απ’ όπου και το εμβληματικό ποίημα “Πρωινό τσιγάρο”, αφιερωμένο στη μνήμη του, τότε, πρόωρα χαμένου Μάνου Λοΐζου (17.9.1982).

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 χρονολογείται η γνωριμία του με τον συνθέτη Θάνο Μικρούτσικο, η οποία και οδήγησε σε μία από τις μακροβιότερες και σπουδαιότερες συνεργασίες δημιουργών στο ελληνικό τραγούδι, με δίσκους ορόσημα όπως το «Εμπάργκο» (1982) και «Στου Αιώνα Την Παράγκα» (1996). Στον χώρο της δισκογραφίας, άλλες σημαντικές συνεργασίες του υπήρξαν εκείνες σε δίσκους του Νότη Μαυρουδή, του Σωκράτη Μάλαμα, του Μίλτου Πασχαλίδη, του Μάριου Τόκα κ.ά.

Στο «Κιφ» ο Αλκαίος ρίχνει ακόμα μια φορά ένα σύνθημα «δε βγαίνουνε τα όνειρα σε πλειστηριασμό
δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμα».
Από την άλλη όμως,
«Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει/ενθύμια παλιά και φυλαχτά.
Οι ήρωες το σκάνε απ’ την οθόνη/Ξυλάρμενοι τραβάνε στ’ ανοιχτά».
Έτσι ξεκινούν οι στίχοι του Άλκη Αλκαίου στο «Αγύριστο κεφάλι».
Που το πήρε μετά ο Μίλτος Πασχαλίδης και του πρόσφερε φωνή και μουσική στο ομώνυμο τραγούδι του.

Ο γνωστός τραγουδοποιός δεν στάθηκε, όμως, εκεί. Η αγάπη και η εκτίμησή του για τον -πρόωρα χαμένο- στιχουργό, τον οδήγησε στη συγγραφή ενός βιβλίου μνήμης και ζεστής αναπόλησης, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη. «Αγύριστο κεφάλι» είναι, επίσης, ο τίτλος του. Με την προσθήκη ενός υπότιτλου: «Ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα…». Τα αποσιωπητικά στο τέλος της αράδας αναιρούνται όταν αρχίζεις το διάβασμα.

Ο Μίλτος Πασχαλίδης μοιράζεται μαζί σου σκέψεις και συναισθήματα, που γέννησε η βαθιά φιλία και η γόνιμη συνεργασία του με τον Άλκη Αλκαίο. Μιλά «επί προσωπικού» για έναν δημιουργό, που όσο καλά γνωρίζουμε (και σιγοτραγουδάμε) τους στίχους του, άλλο τόσο αγνοούμε τον άνθρωπο πίσω από αυτούς.

«Ο Άλκης Αλκαίος είναι ένας αόρατος στιχουργός», γράφει αντί προλόγου ο Πασχαλίδης. «Και δεν το λέω ως σχήμα λόγου. Ήταν κυριολεκτικά αόρατος. Θα πείτε, πόσοι στιχουργοί είναι ορατοί ή αναγνωρίσιμοι στον πολύ κόσμο; Δυστυχώς λίγοι. Ελάχιστοι. Αλλά αυτούς, τους ελάχιστους, τους ξέρει τουλάχιστον η πιάτσα. Τον Άλκη δεν τον ήξερε, δια ζώσης, ούτε η πιάτσα».

Σχετικά με την καταγωγή του ο ίδιος αναφέρει σε επιστολή του προς τον Σύλλογο Παργινών Αθήνας: «Στους φίλους μου καλλιτέχνες, όταν με ρωτούν για την καταγωγή μου, απαντώ ότι ο μεν Βαγγέλης [Λιάρος] είναι γέννημα Κοκκινιώτης και θρέμμα Παργινός, ο δε Άλκης [Αλκαίος] είναι γέννημα και θρέμμα Παργινός.

Την Πάργα, άλλωστε, “πε,ριέχουν” όλα μου τα τραγούδια κι ας είναι μόνο ένα απ’ αυτά που την αναφέρει ρητά (είναι η “Άνοιξη της Πάργας”) γιατί επί 45 χρόνια απ’ αυτήν φεύγω και σ’ αυτήν επιστρέφω κάθε καλοκαίρι. Γιατί η Πάργα μας είναι η νιότη μου, ο έρωτάς μου, το ταξίδι μου και η Ιθάκη μου».

Ο Άλκης Αλκαίος σπούδασε και άσκησε τη δικηγορία. Συνελήφθη από τη Χούντα εξαιτίας της ενεργούς συμμετοχής του στον αντιδικτατορικό αγώνα όταν και έκρυβε, φρόντιζε και φυγάδευε τους κυνηγημένους στο εξωτερικό.

Έμεινε κρατούμενος για πέντε μήνες πρώτα στην οδό Μπουμπουλίνας και μετά στο ΕΑΤ-ΕΣΑ περνώντας φρικτά βασανιστήρια. Από το 1974 και μετά άρχισε να έχει σοβαρότατα προβλήματα υγείας εξαιτίας αυτών των βασανιστηρίων και του αυτοάνοσου που του παρουσιάστηκε, ρευματοειδή και αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα.

Ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης αποκαλύπτει μια συνταρακτική ιστορία, την οποία ο ίδιος ο Άλκης Αλκαίος του την αφηγήθηκε:

«Τους δυο βασανιστές του ο Αλκαίος τους συνάντησε κάποτε. Τον ένα στην Ευελπίδων, έξω από μια αίθουσα δικαστηρίου. Ήταν αστυνομικός. Ο Άλκης τον γνώρισε αμέσως. Του λέει “Με θυμάσαι;” Ο άλλος δεν τον κατάλαβε. “Κάτι μου θυμίζεις αλλά δεν είμαι σίγουρος. Μήπως υπηρετήσαμε μαζί φαντάροι;” Ο Άλκης χαμογέλασε και του είπε: “Έχεις δίκιο. Μαζί υπηρετήσαμε. Μόνο που εσύ ήσουν από πάνω και εγώ από κάτω”. Έκανε μεταβολή και έφυγε. Τον άλλο τον πέτυχε στο καράβι. Ήταν μαζί με τον αδελφό του Γρηγόρη ο οποίος του λέει: “Δειξ’ τον μου τον …… να τον σκίσω”. Δεν του τον έδειξε. Έκανε μόνο μια κίνηση με το δεξί χέρι. “Προχώρα, δεν έχει σημασία”.».

Από το 1984 και μετά ο Αλκαίος δεν μπορούσε, όπως αναφέρει ο Πασχαλίδης, να σταθεί ούτε όρθιος έστω και για λίγη ώρα. Έπινε γάλα, κάπνιζε και έγραφε στίχους γεμάτους ζωή και ταξίδια. Ωστόσο, ο λόγος που δεν πολυέβγαινε έξω, ειδικά τα πρώτα χρόνια ήταν γιατί, όπως αναφέρει ένας αδελφικός του φίλος, «δεν γούσταρε να τον βλέπουν δημόσια σε κοινωνικές εκδηλώσεις και να νιώθει ότι προκαλεί οίκτο». Και εδώ αξίζει να τονιστεί και πάλι αυτή η άτυπη «ομερτά», την οποία είχαν συμφωνήσει οι ελάχιστοι που τον γνώριζαν προσωπικά και δεν αποκάλυψαν ποτέ τίποτα δημοσίως για την κατάστασή του όσο ζούσε, παρόλο που ο ίδιος δεν τους το είχε ποτέ απαγορεύσει. Έτσι, ετράφησαν θρύλοι και μύθοι σχετικά με τον Αλκαίο, που αφορούσαν ακόμα και για το αν είναι υπαρκτό πρόσωπο…

Στο έργο του Αλκαίου μπορεί να επισημανθεί μία συγκεκριμένη φιλοσοφία της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία η ιστορία δεν είναι ούτε μία τυχαία διαδοχή γεγονότων, ούτε μία αιτιολογικά προδιαγεγραμμένη πορεία, ούτε ένδοξο έργο μεμονωμένων ηγετών και ηρώων. Ρητά ή άρρητα, η ιστορία εδώ νοείται ως τάση και ως σύγκρουση, που υπόκειται στη δύναμη της συλλογικής δράσης η αναγκαιότητα που ενυπάρχει στην ιστορία διαμεσολαβείται από την ανθρώπινη πράξη και βούληση. Κι όπως λέει κι ο στίχος του: Πού ξυπνάς και πού κοιμάσαι/ όλα ζουν αν τα θυμάσαι/ στο γιαλό είναι το ταξίδι/ στην εξέδρα το παιχνίδι.

Οι ιστορίες των τραγουδιών του Άλκη Αλκαίου συνίστανται σε υπόγειες φλέβες και ρεύματα, σε μετακινήσεις τεκτονικών πλακών που σε τελική ανάλυση έχουν εγγεγραμμένες μέσα τους την ταξική πάλη και τις αντιθέσεις που γεννιούνται στη σφαίρα του κοινωνικού. Και οι ήρωες του ποιητή δεν ξεφυτρώνουν ουρανοκατέβατα, ούτε προσφέρονται για μπλουζάκια και είδωλα. Στις περισσότερες των περιπτώσεων βουτάνε μέσα στην αντίφαση και στην ανάγκη, “πάντα γελαστοί και γελασμένοι”, έχοντας, όμως, πρώτα αποπειραθεί το αδύνατο και έχοντας περισώσει την υποψία μιας διαφορετικής έκβασης των πραγμάτων.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός το πώς κατορθώνει εν γένει ο Αλκαίος να «ταξιδέψει» με τους στίχους του όντας ο ίδιος «σχεδόν τριάντα χρόνια εθελούσια αποκλεισμένος σε δυο δωμάτια, ένα στην Κάτω Κηφισιά και ένα στην Πάργα», πώς δημιουργεί σαν να είναι πολίτης του κόσμου και πώς περιγράφει τα γεγονότα σαν να είναι αυτόπτης μάρτυρας. Αυτό είναι το πιο συγκλονιστικό. Δεν έχει κατ’ ιδίαν εμπειρίες, αλλά όλες τις εικόνες τις οποίες κάνει στίχους ο Άλκης Αλκαίος, τις δημιουργεί με την φαντασία του.

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6