Πηγή φωτογραφίας: athensvoice.gr / Γιάννης Βελισσαρίδης
Στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, τρεις μέρες ακριβώς μετά τη μέρα που «άλλαξε τον κόσμο» και τη τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους πύργους στη Νέα Υόρκη, έκλεισε για πάντα τα μάτια του ο Στέλιος Καζαντζίδης. Μια από τις μεγαλύτερες φωνές που γέννησε η Ελλάδα, που λάτρεψε ο κόσμος και που συνέδεσε με το λαϊκό τραγούδι.
Σε ηλικία 70 ετών και μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, ο Καζαντζίδης, όπως επιθυμούσε ο ίδιος, ενταφιάζεται δίπλα στον τάφο της μητέρας του Γεσθημανής, στο Νεκροταφείο Ελευσίνας και η κηδεία του εξελίσσεται σε λαϊκό προσκύνημα πολλών χιλιάδων θαυμαστών του.
Ένας θάνατος, όμως, που κατά την άποψη μας, αφενός επήλθε μια χρονική στιγμή, όπου τα μάτια της ανθρωπότητας ήταν στραμμένα αλλού, αφετέρου, όμως, η ζωή και πορεία του «ειδώλου», που άκουγε στο όνομα Στέλιος Καζαντζίδης σημαδευόταν εδώ και χρόνια με πολλά και διάφορα γεγονότα.
Γεγονότα και καταστάσεις τα οποία γίνονταν αφενός η αιτία να εγκλωβίζεται η καριέρα του και αφετέρου να δημιουργούνται συζητήσεις, προβληματισμοί, ίντριγκες και διαμάχες, που κάποιες φορές κατέληγαν και στα δικαστήρια.
Φυσικά, το ερώτημα που τίθεται ήταν και θα είναι πάντα, τι κάνουμε αν τα πιστεύω μας συγκρούονται με τα υπόλοιπα, που καθορίζονται ή καθορίζουν τη δουλειά, τον περίγυρο μας και την ίδια τη κοινωνία.
Κάτι που φυσικά ο Καζαντζίδης δεν επέτρεψε ποτέ να γίνει. Δεν επέτρεψε ποτέ να συγκρουστεί η συνείδηση του με τα καλώς νοούμενα συμφέροντα σε κάθε επίπεδο και κείνα που «έτασσε» η δική του λογική.
Στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας και συγκεκριμένα το 1969 αποσύρεται από τη δισκογραφία προσπαθώντας να κάνει τη δική του δισκογραφική εταιρεία “Standar”, αλλά τα κατεστημένα και η λογοκρισία δεν τον αφήνουν. Κάθε άλλη παράλληλη επιχειρηματική του κίνηση πέφτει στο κενό. Ασχολείται με την εκτροφή βατράχων και βγάζει στην αγορά το ούζο «Υπάρχω».
Το 1975 κάνει μεν ακόμα μια τρανταχτή επανεκκίνηση με τον δίσκο «Υπάρχω» με τον Νικολόπουλο και τον Πυθαγόρα, παράλληλα, όμως, το θρυλικό αυτό άλμπουμ συνοδεύεται με την «αποκοπή» και πάλι του Καζαντζίδη από τη δισκογραφία για 12 χρόνια.
Το 1988 πεθαίνει η μάνα του και αμέσως μετά ένας «συμβολικός» δίσκος κυκλοφορεί για να επισημάνει στο πολυπληθές κοινό του, ότι είναι ακόμα παρών και τραγουδά.
Το άλμπουμ «Ελεύθερος» χαρακτηρίζεται από δύο τραγούδια κυρίως, που ξεχωρίζουν ανάμεσα στα 11 και τα οποία είναι τα «Πέτρινα χρόνια» του Σταμάτη Σπανουδάκη (στίχοι συνθέτη), που έγραψε αρχικά ως μουσικό θέμα για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη με τον συγκλονιστικό Βασίλη Σαλέα στο κλαρίνο. Το δεύτερο είναι το «Είμαι τραγούδι, είμαι λαός».
Δεν θα επεκταθούμε άλλο στη τραγουδιστική πορεία του Καζαντζίδη, η οποία είναι μακρά, σημαδεμένη από πολλά γεγονότα, τα οποία εύκολα κάποιος που ενδιαφέρεται τα βρίσκει στο διαδίκτυο και σε βιβλία που κυκλοφορούν. Απλά αναφερθήκαμε σε κάποια από αυτά τα οποία συνέβησαν τα τελευταία χρόνια της δημιουργικής του πορείας αποδεικνύοντας ότι «έμεινε εκτός», στο απόγειο της καριέρας του και έφυγε από τη ζωή, όταν ο μύθος του ήταν ακόμα ζωντανός. Έτσι θα παραμείνει για πάντα δημιουργώντας, όμως, μέσα από γεγονότα και στάσεις έναντι συνεργατών, εταιρειών και των ίδιων των θαυμαστών του, αμφιβολίες ως προς το τι είναι ορθό και τι λάθος.
Η ουσία κατά την άποψη μας βρίσκεται αλλού. Στο ότι ο κόσμος τον αγάπησε, τον λάτρεψε, αλλά και τον στερήθηκε.
Αν και ως καλλιτέχνης ο Καζαντζίδης ήταν μια αξία που λατρεύτηκε σαν «θρησκεία», στον Ελληνισμό εντός και εκτός συνόρων, το συνεχές on-off στα μουσικά δρώμενα σε συνδυασμό με τη δισκογραφία και τις ζωντανές εμφανίσεις του, προβλημάτισε τον κόσμο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αξία του ως τραγουδιστής και ως φωνή μειώθηκε στο ελάχιστο.
Τη 14 Σεπτεμβρίου του 2001, ημέρα ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, «σταυρώθηκε» στην κυριολεξία ένα είδωλο κι ένα σύμβολο μιας εποχής. Μια φωνή τόσο πλατιά και τόσο βαθιά. Τόσο μεστή και τόσο βαριά.
Μια φωνή, την οποία ο κάθε ακροατής που λάτρεψε, ένιωθε ότι είχε ρίζες, κορμό και κλαδιά. Ήταν η συμπόρευση του, οι στοχασμοί, η ιστορία, αλλά και ο καθημερινός πόνος και πίκρα για όλα τα κοινωνικά θέματα. Για τη ζωή και την αγωνία για το μέλλον. Για τον έρωτα, τον χωρισμό, τη ξενιτιά, τον εργάτη, τη μάνα, τον φίλο.
Αν θυμάται κάτι από τη ζωή του ο Καζαντζίδης είναι οι πίκρες που πέρασε, που έζησε, γι αυτές, για τις οποίες αγωνίστηκε και θυσίασε τη καριέρα και τη προσωπική του ζωή.
Παρόλα ταύτα, πάλεψε αγωνίστηκε και στο τέλος αν και δεν τα κατάφερε να φτιάξει «μια καινούργια, κοινωνία άλληνε» κατάφερε να τα έχει καλά με τη συνείδηση του. Κι αν ψάξουμε λέξεις που να μπορούν να τον χαρακτηρίσουν, όλα αρχίζουν και τελειώνουν στο ότι ο Καζαντζίδης ήταν ΕΝΑΣ, ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΚΙ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΟΣ.
Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6