
Αυξητική τάση παρουσιάζει τα τελευταία πέντε χρόνια η αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας από αλλοδαπούς στην Κύπρο, τονίζει σε έκθεση η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Στην έκθεση σημειώνεται παράλληλα ότι αποτελεί πλέον αναγκαιότητα η αποτελεσματική διαχείριση του θέματος, καθώς μετά την εναρμόνιση της σχετικής νομοθεσίας το 2011, στο κοινοτικό κεκτημένο, στην ουσία υπάρχει ένα ανοικτό «παράθυρο».
Η αγορά ακινήτων σημειώνεται εκτοξεύθηκε μέσα από εμπορική εκμετάλλευση της ύστερα από εγκύκλιο του 2013 η οποία προσέδωσε επενδυτικό χαρακτήρα στις αγορές, χωρίς περιορισμούς.
Η έκδοση πιο «ελαστικών» Εγκυκλίων, χωρίς τροποποίηση του Νόμου, δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα τους, αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Σύμφωνα με στοιχεία από το Κτηματολόγιο μόνο το 2024, το 27,35% των συνολικών πωλήσεων ακινήτων αφορούσε σε αλλοδαπούς. Το ποσοστό αυτό ωστόσο, είναι πλασματικό και σημαντικά υποεκτιμημένο, σημειώνεται στην έκθεση, καθώς δεν συμπεριλαμβάνονται οι εταιρείες ξένων συμφερόντων.
Από τις αιτήσεις αλλοδαπών για απόκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας στην Επαρχία Λευκωσίας (κατά το έτος 2024), ποσοστό 16% προερχόταν από κινέζους, 16% από Λιβάνιους, 14% από Ρώσους, 10% από Ισραηλινούς και 6% από Σύρους.
Παρά το γεγονός ότι προνοείται η εξέταση της οικονομικής και επαγγελματικής κατάστασης των αλλοδαπών αγοραστών ακινήτων, δεν έχουν υπάρχουν ωστόσο κριτήρια, όπως το ελάχιστο ετήσιο εισόδημα ή αποδείξεις τραπεζικών καταθέσεων που να αντιστοιχούν στην αγοραία αξία του ακινήτου, οπότε, η αξιολόγηση της αίτησης εναπόκειται, στην ουσία, στην αντίληψη του εκάστοτε λειτουργού που τη διενεργεί.
Από τον έλεγχο 32 περιπτώσεων στην Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας διαφάνηκε ότι δεν γίνεται κανένας έλεγχος ι αναφορικά με την πηγή άντλησης των κεφαλαίων για διενέργεια των αγορών.
Απαιτείται καθορισμός νέας πολιτικής με σαφείς στόχους, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά, γεωπολιτικά και άλλα στρατηγικά συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναφέρεται επίσης από πλευράς της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ενώ σημειώνεται ότι απαιτείται και ο εκσυγχρονισμός της Νομοθεσίας.
Η πολιτική πρέπει να συνάδει με κοινοτικό δίκαιο το οποίο εμποδίζει τη θέσπιση αυθαίρετων περιορισμών. Δύναται όμως να τεθούν περιορισμοί για λόγους δημόσιας ασφάλειας, υγείας ή στρατηγικών συμφερόντων, κάτι που έχουν ήδη πράξει περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ.