Αρχίζει σήμερα η λειτουργία του ευρωπαϊκού συστήματος ανίχνευσης επαφών COVID19 με τη σύνδεση του πρώτου κύματος εθνικών εφαρμογών, Corona-Warn-Ap της Γερμανίας,  COVID tracker της Ιρλανδίας και immuni της Ιταλίας, με περίπου  30 εκατομμύρια χρήστες, ανακοίνωσε η Κομισιόν.

Η Επίτροπος Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων, Στέλλα Κυριακίδου, δήλωσε σχετικά ότι οι εφαρμογές ιχνηλάτησης και αποστολής ειδοποιήσεων για τον COVID19 μπορούν να συμπληρώσουν αποτελεσματικά άλλα μέτρα, όπως η αύξηση των εξετάσεων και η μη ψηφιακή ιχνηλάτηση επαφών.

“Καθώς τα κρούσματα αυξάνονται και πάλι, οι εφαρμογές αυτές μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο για να μας βοηθήσουν να σπάσουμε τις αλυσίδες μετάδοσης. Οι εφαρμογές αυτές θα καταστούν ακόμη ισχυρότερα εργαλεία όταν λειτουργούν διασυνοριακά. Το σύστημα πύλης μας που αρχίζει σήμερα να λειτουργεί, αποτελεί σημαντικό βήμα στη δουλειά μας και καλώ τους πολίτες να χρησιμοποιούν τέτοιες εφαρμογές για να συμβάλλουν στη μεταξύ μας προστασία”, σημείωσε η Επίτροπος.

Σημειώνεται ότι τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν αποφασίσει να δημιουργήσουν εφαρμογές ιχνηλάτησης επαφών και αποστολής ειδοποιήσεων. Συνολικά, μέσω της υπηρεσίας της πύλης, είναι δυνατή η διαλειτουργικότητα 20 εφαρμογών βασισμένων σε αποκεντρωμένα συστήματα. Μπορούν να συνδεθούν με την πύλη αφού ακολουθήσουν ένα πρωτόκολλο που προβλέπει διάφορες δοκιμές και ελέγχους, ενώ πρέπει να εκδοθεί και επικαιροποίηση για κάθε εφαρμογή. Η δεύτερη ομάδα εφαρμογών θα συνδεθεί την επόμενη εβδομάδα. Τότε αναμένεται να συνδεθούν η eRouška της Τσεχίας, η smitte stop της Δανίας, η Apturi COVID της Λετονίας και η Radar Covid της Ισπανίας, ενώ κι άλλες εφαρμογές θα συνδεθούν με το σύστημα τον Νοέμβριο. Η επισκόπηση των συμμετεχόντων κρατών μελών είναι διαθέσιμη σε ειδική ιστοσελίδα.

Η πύλη διασφαλίζει την απρόσκοπτη διασυνοριακή λειτουργία των εφαρμογών. Έτσι οι χρήστες χρειάζονται να εγκαταστήσουν μόνο μία εφαρμογή και όταν ταξιδεύουν σε άλλη συμμετέχουσα χώρα της Ευρώπης εξακολουθούν να επωφελούνται από την ιχνηλάτηση επαφών και τη λήψη ειδοποιήσεων, είτε στην πατρίδα τους είτε στο εξωτερικό.

Η δημιουργία της πύλης έρχεται σε συνέχεια της συμφωνίας των κρατών μελών σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές με σκοπό την ασφαλή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διακομιστών παρασκηνίου (backend) των εθνικών εφαρμογών ιχνηλάτησης επαφών και αποστολής ειδοποιήσεων στη βάση μιας αποκεντρωμένης αρχιτεκτονικής. Το σύστημα αναπτύχθηκε και υλοποιήθηκε σε λιγότερο από δύο μήνες από τις T-Systems και SAP και θα λειτουργεί από το κέντρο δεδομένων της Επιτροπής στο Λουξεμβούργο. 

Την ίδια ώρα, η Κοινή Επιχείρηση για την Ευρωπαϊκή Υπολογιστική Υψηλών Επιδόσεων και το κορυφαίο υπερυπολογιστικό κέντρο CINECA ανακοίνωσαν ότι η ευρωπαϊκή εταιρεία Atos αναδείχθηκε ανάδοχος για την προμήθεια του LEONARDO, ενός νέου υπερυπολογιστή παγκόσμιας κλάσης που θα λειτουργεί με τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ).  Διαθέτοντας τεράστια υπολογιστική άνω των 248 Petaflop, o Leonardo θα μπορεί να εκτελεί πάνω από πάνω από 248 τετράκις εκατ. υπολογισμούς το δευτερόλεπτο, γεγονός που θα τον κατατάσσει στους κορυφαίους υπερυπολογιστές του κόσμου, ανοίγοντας τον δρόμο για τον επόμενο υπερυπολογιστικό στόχο, που είναι η εκτέλεση άνω του ενός πεντάκις εκατομμυρίων πράξεων το δευτερόλεπτο (Exaflop).
 
Το νέο υπολογιστικό σύστημα υψηλών επιδόσεων LEONARDO θα βρίσκεται στην Ιταλία, στις εγκαταστάσεις του νέου κέντρου δεδομένων του CINECA, το οποίο κατασκευάζεται στο Tecnopolo Bologna. Η Cineca είναι μια μη κερδοσκοπική κοινοπραξία που αποτελείται από 69 ιταλικά πανεπιστήμια, 21 εθνικά ιδρύματα και τα ιταλικά υπουργεία Πανεπιστημίων και Έρευνας και Εκπαίδευσης. Θα κατασκευαστεί από τον Ευρωπαίο ανάδοχο Atos, ο οποίος επελέγη μέσω διαγωνισμού που προκηρύχθηκε τον Νοέμβριο του 2019. Ο συνολικός προϋπολογισμός του LEONARDO ανέρχεται σε 120 εκατ. ευρώ.

Συνεχίζεται η επιδείνωση της κατάστασης των προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών

Tέλος, σύμφωνα με έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα η Κομισιόν, η επιδείνωση της κατάστασης των προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών συνεχίζεται ακόμα, κυρίως εξαιτίας της εντατικής γεωργίας, της αστικοποίησης, των μη βιώσιμων δραστηριοτήτων δασοκομίας και των αλλαγών στους οικοτόπους γλυκών υδάτων.

Η ρύπανση του αέρα, των υδάτων και του εδάφους επηρεάζει επίσης τους οικοτόπους, όπως και η κλιματική αλλαγή και η υπερεκμετάλλευση των ζώων μέσω της παράνομης συλλογής και της μη βιώσιμης θήρας και αλιείας. Η επιδείνωση αυτή, εάν δεν αντιμετωπιστεί, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη συνεχιζόμενη διάβρωση της βιοποικιλότητάς μας και των ζωτικών υπηρεσιών που προσφέρει, θέτοντας σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία και ευημερία.

Η έκθεση καταδεικνύει σαφώς την ανάγκη ανάληψης δράσης εάν επιθυμούμε να έχουμε σοβαρές πιθανότητες να μπει η βιοποικιλότητα της Ευρώπης σε πορεία ανάκαμψης έως το 2030, όπως προβλέπεται στη νέα στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η πλήρης εφαρμογή των γενικών και ειδικών στόχων που προτείνονται στην εν λόγω στρατηγική, καθώς και στη στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο», θα είναι ουσιαστικής σημασίας.

Η αξιολόγηση —η οποία βασίζεται σε λεπτομερέστερη τεχνική έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ)— δείχνει ότι, ενώ υπάρχουν προστατευόμενα είδη και οικότοποι που καταφέρνουν να παραμένουν σε σταθερά επίπεδα παρά τις σημαντικές πιέσεις που δέχονται, η πλειονότητα παρουσιάζει ανεπαρκή ή κακή κατάσταση σε επίπεδο ΕΕ, ενώ ορισμένα εμφανίζουν τάσεις συνεχούς επιδείνωσης.

Μεταξύ των ειδών, τα πτηνά που συνδέονται στενά με τη γεωργία εξακολουθούν να μειώνονται, ενώ τα ψάρια γλυκού νερού παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό κακής κατάστασης διατήρησης (38 %) κυρίως λόγω αλλαγών στα υδατικά συστήματα και στις εγκαταστάσεις ροής νερού και υδροηλεκτρικής ενέργειας. Μόνον το 15 % των οικοτόπων βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Η αποκατάσταση των τυρφώνων και άλλων υγροβιοτόπων μπορεί να ωφελήσει τη φύση, αλλά και να συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, δημιουργώντας ευκαιρίες απασχόλησης σε αγροτικές και περιφερειακές περιοχές.

Η έκθεση δείχνει επίσης ότι τα στοχευμένα μέτρα διατήρησης αποφέρουν αποτελέσματα. Ο ιβηρικός λύγκας, ο τάρανδος δασών και η ενυδρίδα, όλα στοχευόμενα είδη μεγάλων έργων διατήρησης, πλέον βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης. Οι πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE της ΕΕ, τα ειδικά γεωργοπεριβαλλοντικά καθεστώτα στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και το δίκτυο Natura 2000 με τους 27.000 τόπους του εξακολουθούν να έχουν θετική επίδραση, η οποία όμως πρέπει να ενισχυθεί σημαντικά. 

Πηγή: ΚΥΠΕ