Η Ελεγκτική Υπηρεσία σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι το Υπουργείο Οικονομικών με «πρόδηλα ανυπόστατες και γελοίες» καταγγελίες προσπαθεί να δημιουργήσει το υπόβαθρο για μη διερεύνηση των καταγγελιών που η ίδια υπέβαλε στον Γενικό Εισαγγελέα κατά του ΥΠΟΙΚ, σε σχέση με τη σύναψη δύο συμβάσεων με χρηματοοικονομικούς συμβούλους χωρίς ύπαρξη διαθέσιμων πιστώσεων και χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού.
Λέει εξάλλου ότι «επαναλαμβάνονται τα γεγονότα που βιώνουμε από το 2015» για να προσθέσει ότι «η Κυβέρνηση παραμένει μη επιδεκτική του συνταγματικώς καθορισμένου ελέγχου από την Υπηρεσία μας».
Όπως αναφέρει σε σημερινή ανακοίνωσή της, στις 2 Ιανουαρίου 2023 είχε ενημερώσει τον Γενικό Εισαγγελέα για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών ή αστικών αδικημάτων σε σχέση με τη σύναψη από το Υπουργείο Οικονομικών δύο συμβάσεων με χρηματοοικονομικούς συμβούλους, μία τον Νοέμβρη του 2021 και μία τον Ιούλη του 2022, χωρίς την ύπαρξη διαθέσιμων πιστώσεων και με απευθείας ανάθεση, χωρίς προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας δημοσίων συμβάσεων.
Τις σχετικές αποφάσεις είχαν λάβει ο Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου του, αναφέρεται.
Η ΕΥ επικαλείται σημερινό δημοσίευμα της εφημερίδας «Ο Φιλελεύθερος» ότι το Υπουργείο Οικονομικών, «προφανώς σε μία προσπάθεια να δημιουργήσει το κατάλληλο υπόβαθρο που θα καταστήσει δυνατή τη μη ποινική διερεύνηση της καταγγελίας που έχουμε υποβάλει, υπέβαλε και εκείνο καταγγελία στον Γενικό Εισαγγελέα».
Όπως αναφέρει, η καταγγελία αφορά το γεγονός ότι τον Σεπτέμβριο του 2022 ενημέρωσε, μετά που της ζητήθηκε, την αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού «για την ετεροβαρή για το κράτος και παράνομη συμφωνία που δρομολογούσε η Κυβέρνηση για επέκταση της συμφωνίας των αεροδρομίων κατά 5,5 χρόνια και για την παράνομη συμφωνία που θα αφορούσε κίνητρα προς τις αεροπορικές εταιρείες».
Υποστηρίζει δε πως όταν η Κυβέρνηση αντιλήφθηκε πόσο εξετέθη με αυτά που προωθούσε με τη συμφωνία επέκτασης κατά 5,5 χρόνια, την παγοποίησε, «δυστυχώς χωρίς ακόμη να δούμε μέτρα για επιβολή της έναρξης κατασκευής της συμβατικά καθορισμένης Φάσης Β’ των αερολιμένων», προσθέτοντας ακόμη ότι, μετά την επιχειρηματολογία της, η συμφωνία κινήτρων βελτιώθηκε με όφελος ύψους €46 εκ. για την Δημοκρατία.
«Οι καταγγελίες του Υπουργείου Οικονομικών είναι πρόδηλα ανυπόστατες και γελοίες. Αλίμονο να ήταν ποινικό αδίκημα, ή έστω και κατ’ ελάχιστο μεμπτή, η ενημέρωση της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για μία δημόσια σύμβαση, ιδίως εφόσον η ίδια η Επιτροπή μας κάλεσε να τη διαφωτίσουμε προτού αποφασίσει για αποδέσμευση του κονδυλίου», αναφέρει η ΕΥ.
Σημειώνει ακόμη πως τέτοια ενημέρωση ήταν επιβεβλημένη και αναγκαία και το μεμπτό, και ενδεχομένως ποινικά κολάσιμο, είναι μόνο η απόκρυψη στοιχείων που επιχείρησε το Υπουργείο Οικονομικών, μη ενημερώνοντας την Επιτροπή ότι οι συμβάσεις για τις οποίες είχε ζητήσει αποδέσμευση πιστώσεων είχαν ήδη συναφθεί.
«Επειδή δε προφανώς το Υπουργείο το γνωρίζει αυτό, μόνη εξήγηση είναι πως το Υπουργείο πιστεύει ότι, μια τέτοια δική του καταγγελία, θα μπορούσε να αποτελέσει επαρκή δικαιολογία για τον Γενικό Εισαγγελέα ώστε να αποφανθεί ότι, εφόσον και το Υπουργείο Οικονομικών έχει υποβάλει κάποια καταγγελία (έστω και εάν είναι ανυπόστατη), δεν θα ξεκινήσει ποινική διερεύνηση για την καταγγελία που εμείς υποβάλαμε ‘για λόγους δημοσίου συμφέροντος’», προσθέτει.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, «δυστυχώς επαναλαμβάνονται τα γεγονότα που βιώνουμε από το 2015, όταν στις 14.12.2015 το Υπουργικό Συμβούλιο επιτέθηκε με Απόφαση του στην Υπηρεσία μας, επίθεση που κορυφώθηκε το 2020 όταν, μετά τις αποκαλύψεις μας για το Κυπριακό Πρόγραμμα Πολιτογραφήσεων, ο μεν Γενικός Εισαγγελέας μας καλούσε δημόσια σε τάξη, η δε Κυβέρνηση δήλωνε ότι ο Πρόεδρος εξετάζει το ενδεχόμενο έναρξης διαδικασίας για την παύση του Γενικού Ελεγκτή και σε τηλεοπτικό σταθμό είχε αφεθεί να διαρρεύσει είδηση ότι η Νομική Υπηρεσία εξετάζει ακόμη και την ποινική δίωξη του Γενικού Ελεγκτή».
Η Υπηρεσία λέει ακόμη ότι το 2015 ο τότε Γενικός Εισαγγελέας «αναφωνώντας το ιστορικό ‘ντροπή’, είχε εξηγήσει πως ‘οι κατηγορούμενοι μετατρέπονται σε κατηγόρους’ στη βάση αστήρικτων καταγγελιών που αποτελούν ‘προπέτασμα καπνού και αποπροσανατολισμού’», ενώ αναφέρεται και στην πρόσφατη περίπτωση σχετικά με τις φυλακές «όταν, μόλις η Διευθύντρια των Φυλακών κατήγγειλε συγκεκριμένο στέλεχος της Αστυνομίας για αδικήματα διαφθοράς, αίφνης ξεκίνησαν εναντίον της δύο ποινικές έρευνες».
«Δυστυχώς, η Κυβέρνηση παραμένει μη επιδεκτική του συνταγματικώς καθορισμένου ελέγχου από την Υπηρεσία μας», καταλήγει η ΕΥ.