Οι τοξικές ουσίες, όταν εισέλθουν στον οργανισμό, πολλές φορές συσσωρεύονται σε ορισμένα μέρη του οργανισμού, στους ιστούς και στα όργανα, όπου εκεί μπορεί να παραμείνουν για χρόνια.
Οι τοξικές αυτές ουσίες δεν μεταβολίζονται, δεν βιοδιασπώνται και δεν μπορούν να αποβληθούν από τους οργανισμούς. Η μεταβίβαση των τοξικών αυτών ουσιών από ένα τροφικό επίπεδο σε κάποιο ανώτερο, προκαλεί το φαινόμενο της βιοσυσσώρευσης.
Συνεπώς, το φαινόμενο αυτό πλήττει κυρίως τους ανώτερους καταναλωτές, δηλαδή τους οργανισμούς που βρίσκονται στην κορυφή μιας τροφικής αλυσίδας και δεν καταναλώνονται από κανέναν άλλον οργανισμό, όπως είναι τα αρπακτικά πουλιά αλλά και ο άνθρωπος.
Στις τοξικές ουσίες συμπεριλαμβάνονται τα εντομοκτόνα, τα παρασιτοκτόνα, τα βαρέα μέταλλα, όπως ο μόλυβδος και ο υδράργυρος, και τα ραδιενεργά απόβλητα.
Η βιοσυσσώρευση αποτελεί μία από τις σοβαρότερες αιτίες για τη μείωση της βιοποικιλότητας στον πλανήτη μας, διαταράσσοντας τις ισορροπίες στα οικοσυστήματα.
Επίσης, η βιοσυσσώρευση μπορεί να φέρει πολλούς οργανισμούς στα πρόθυρα της εξαφάνισης.
Ένα ευρέως γνωστό παράδειγμα τοξικού εντομοκτόνου που προκαλεί βιοσυσσώρευση, είναι το DDT. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για την καταπολέμηση της ελονοσίας, του τύφου και άλλων παρασιτικών ασθενειών, αλλά σύντομα εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα των επιδράσεών του, όπως η δραματική μείωση των αρπακτικών πουλιών σε πολλές αγροτικές περιοχές και ο μαζικός θάνατος ψαριών.
Στην Κύπρο έχει σταματήσει να χρησιμοποιείται το εντομοκτόνο DDT από το 1978 περίπου, όταν είχε αποδειχθεί ότι είναι καταστροφικό για το περιβάλλον και τον άνθρωπο.
Ο κίνδυνος βιοσυσσώρευσης, όμως, παραμένει για μη βιοδιασπώμενες ουσίες, όπως τα βαρέα μέταλλα αλλά και μερικά εντομοκτόνα και παρασιτοκτόνα.
Έρευνα-Παρουσίαση:
Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι,
Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού