Η Στερατζιά έχει το επιστημονικό όνομα Styrax officinalis και παράγει μια ειδική ρητίνη, τη στυρακορητίνη. Ο Πλίνιος, κατά τον 1ο αι. μ.Χ. αναφέρεται σε ένα από τα συγγράμματά του στη στυρακορητίνη με τις φαρμακευτικές ιδιότητες, η οποία, όπως γράφει, προέρχεται από διάφορες περιοχές συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του φυτού Στερατζιά ή Αγριοκυδωνιά και ποια η οικολογική του αξία;

Το φυτό στερατζιά είναι ένας φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο ύψους μέχρι 7 μ., της οικογένειας των Στυρακίδων. Τα φύλλα του είναι ανοικτού πράσινου χρώματος και καλύπτονται από ελαφρύ χνούδι.

Τα λευκά άνθη εμφανίζονται Μάρτιο-Ιούνιο και έχουν χαρακτηριστικό άρωμα, ενώ οι καρποί είναι καστανοί και σφαιρικοί και ωριμάζουν την περίοδο Αυγούστου-Νοεμβρίου.

Το φυτό είναι ιθαγενές της Κύπρου και παρουσιάζει ευρεία εξάπλωση, από τον Ακάμα και την οροσειρά του Τροόδους μέχρι την Καντάρα και το Ριζοκάρπασο, σε υψόμετρο 0-1.300 μ.

Γνωστές από την αρχαιότητα ήταν οι ευεργετικές ιδιότητες του φυτού, γεγονός που υποδηλώνει και το επίθετο «officinalis» που μεταφράζεται ως «φαρμακευτικό». Συγκεκριμένα, οι εύοσμοι καρποί που ονομάζονται και φθειροκόκοτσα, χρησιμοποιούνταν κοπανισμένοι για την καταπολέμηση των φθειρών της κεφαλής, ενώ η στυρακορητίνη ή στυρακόπισσα χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής της Καρπασίας για αρωματισμό των ρούχων και απομάκρυνση εντόμων. Xρησιμοποιήθηκε, επίσης, ως συστατικό παρασκευής του άγιου μύρου.

Η εξαγωγή της στυρακόπισσας γινόταν με χάραξη του φλοιού του δέντρου, ενώ στο εμπόριο εμφανιζόταν με 3 διαφορετικές μορφές: ως στερεά δάκρυα, ως ημίρρευστη σε καλάμι και υπό μορφή πλακών. Επιπρόσθετα, οι πολτοποιημένοι καρποί του φυτού έδιναν χαρακτηριστικό πήγμα γνωστό με το όνομα «τσούννα», το οποίο χρησιμοποιείτο παλαιότερα σαν μέσω νάρκωσης για το ψάρεμα χελιών σε μικρές λίμνες και ποταμούς της Μαραθάσας και αλλού.

Τέλος, το ανθεκτικό, σκληρό και πολύ βαρύ ξύλο της Στερατζιάς αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την κατασκευή βεργών που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα σαν χειρολαβές για τις παραδοσιακές «σαρκές», για την συγκομιδή χαρουπιών αλλά και για την κατασκευή βουκέντρας, δηλαδή μακριάς βέργας για κέντρισμα των βοδιών κατά τη διάρκεια του οργώματος.

Έρευνα-Παρουσίαση:
Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού