Η θάλασσα και γενικότερα το υγρό στοιχείο αποτέλεσαν και αποτελούν έναν από τους κυριότερους εκμεταλλεύσιμους πόρους. Χιλιάδες τόνοι ψαριών και άλλων εδώδιμων υδρόβιων οργανισμών αλιεύονται κάθε χρόνο. Η κάλυψη των παγκόσμιων αναγκών, όμως, απαιτεί την ανάπτυξη υδατοκαλλιεργειών, που είναι τεχνητές εγκαταστάσεις, καλλιέργειες υδρόβιων φυτικών και ζωικών οργανισμών σε θαλάσσιο, λιμναίο ή και ποτάμιο περιβάλλον όπου οι συνθήκες είναι ελεγχόμενες.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (F.A.O), από το 1950 μέχρι και το 2010 η ποσότητα αλιευμάτων που προέρχονται από υδατοκαλλιέργειες υπερδιπλασιάστηκε, φτάνοντας τους 180 χιλ. τόνους ανά έτος, δηλαδή περίπου 100 χιλ. τόνους περισσότερους από ό,τι αλιεύονται με συμβατικές μεθόδους εμπορικής αλιείας.

Ποιες όμως θα μπορούσαν να είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την αυξημένη και εντατική υδατοκαλλιέργεια;

Οι υδατοκαλλιέργειες μπορούν να είναι διαφορετικού τύπου και οι εγκαταστάσεις τους εντοπίζονται ανοικτά στην θάλασσα, παραθαλάσσια, σε δέλτα ποταμών, λίμνες και ποτάμια.

Οι σημαντικότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις σχετίζονται κυρίως με τα ποτάμια, στα ανοιχτά συστήματα εισόδου – εξόδου του νερού σε σχέση με τη θάλασσα, δηλαδή με μονάδες στις οποίες το νερό εισάγεται από ένα σημείο στους κλωβούς και εξέρχεται από άλλο κατάντη του ποταμού, όπως π.χ. στην καλλιέργεια πέστροφας. Ως αποτέλεσμα, το νερό συμπαρασύρει και αποβάλλει στο σημείο εξόδου εναιωρούμενα στερεά σωματίδια και θρεπτικά συστατικά με αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό του νερού με οργανικό φορτίο. Έτσι, παρατηρούνται φαινόμενα ευτροφισμού με μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα την αλλοίωση της βιοποικιλότητας της περιοχής.

Κάτι αντίστοιχο αναφέρεται και σε περιπτώσεις σταθερών θαλάσσιων κλωβών, αφού τα πλούσια σε νιτρικά και φωσφορικά άλατα των οργανισμών απορρίπτονται μονοτοπικά, με αποτέλεσμα την εκρηκτική ανάπτυξη των φυτοπλαγκτονικών οργανισμών η οποία οδηγεί σταδιακά σε μείωση της συγκέντρωσης του διαλυμένου οξυγόνου.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με αναφορές, τεράστιες είναι οι επιπτώσεις από την εντατική καλλιέργεια γαρίδων, αφού η ανέγερση και λειτουργία των απαιτούμενων εγκαταστάσεων συνέβαλε στην καταστροφή μεγάλων εκτάσεων μαγκρόβιων δασών, υποβάθμιση παράκτιων υγροτόπων και διάβρωση των παράκτιων εδαφών.

Επίσης, ιδιαίτερες ανησυχίες εγείρονται για τη χρήση χημικών παρασκευασμάτων και αντιβιοτικών που χορηγούνται στους εκτρεφόμενους οργανισμούς, καθώς διαφεύγουν προς τα φυσικά οικοσυστήματα και μπορούν να είναι επιβλαβή για τους αυτόχθονες οργανισμούς. Παράλληλα, η συλλογή φυσικού γόνου για εμπλουτισμό των καλλιεργούμενων πληθυσμών μπορεί να αλλοιώσει το αναπαραγωγικό δυναμικό των φυσικών πληθυσμών, ενώ τα ατυχήματα που συσχετίζονται με σπάσιμο των κλωβών οδηγούν σε εισαγωγή εισβλητικών ειδών.

Έρευνα-Παρουσίαση:
Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι, Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού