Το κοινώς παπουτσόσυκο ή, όπως ονομάζεται στα ελληνικά, το φραγκόσυκο, προέρχεται από το Μεξικό και έχει εισαχθεί στην Ευρώπη από Ισπανούς θαλασσοπόρους.
Στην Κύπρο, η ονομασία του φραγκόσυκου σε παπουτσόσυκο είναι δημιούργημα του λαού και ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι τα φύλλα του μοιάζουν σαν σόλες των παπουτσιών.
Η παπουτσοσυτζιά ή, όπως αλλιώς ονομάζεται, η Οπούντια η ινδική, έχει το επιστημονικό όνομα Opuntia ficus-indica. Είναι επιγενές είδος κακτοειδούς θάμνου με ύψος μέχρι και τα 5m. Μπορεί κάποιος να το συναντήσει συνήθως σε βραχώδεις περιοχές σε όρια χωραφιών και σε εγκαταλελειμμένες περιοχές σχεδόν σε όλο το νησί και σε υψόμετρο μέχρι και 700m. Η παπουτσοσυτζιά μπορεί να ευδοκιμήσει γενικά σε όλους τους τύπους εδαφών, από τα πιο γόνιμα εδάφη μέχρι τα πιο άγονα. Το ριζικό σύστημα της παπουτσοσυτζιάς δεν ξεπερνά τα 30 εκ. σε βάθος, αλλά απλώνεται κατά μήκος της επιφάνειας του εδάφους. Η περίοδος άνθισης της παπουτσοσυτζιάς είναι από τον Απρίλιο μέχρι και τον Μάιο.
Ένα άλλο είδος που συναντούμε στην Κύπρο, της ίδιας οικογένειας των κακτοειδών φυτών και του ίδιου γένους, είναι η Οπούντια η Κοινή με το επιστημονικό όνομα Opuntia vulgaris Mill, η οποία είναι εμφανώς μικρότερος θάμνος με μικρότερους καρπούς που δεν έχουν αγκάθια.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της παπουτσοσυτζιάς είναι ότι δεν έχει βλαστό, αλλά αποτελείται από τα πράσινα πεπλατυσμένα φύλλα πάνω στα οποία υπάρχουν οι καρποί της, τα παπουτσόσυκα. Τα παπουτσόσυκα χρησιμοποιούνται ευρέως στη διατροφή, την αισθητική και την υγεία. Στο Μεξικό χρησιμοποιούνται για την παραγωγή της τεκίλας.
Στα Κανάρια Νησιά τα παπουτσόσυκα χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μιας κόκκινης χρωστικής ουσίας που επιτρέπεται στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική.
Σήμερα, οι παγκόσμιες εξαγωγές του φραγκόσυκου αγγίζουν μέχρι και τους 25.000 τόνους ετησίως.
Έρευνα-Παρουσίαση:
Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι,
Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού