Οι αγκινάρες (Cynara scolymus) αποτελούν ποώδη φυτά των οποίων το σαρκώδες μέρος των βλαστών τους χρησιμοποιείται ευρέως στην κυπριακή μαγειρική.
Πέραν της καλλιεργούμενης αγκινάρας, στην κυπριακή φύση εντοπίζονται και μερικά είδη άγριων αγκινάρων, όπως η αγριαγκινάρα (Cynara cornigera), οι γνωστές χωστές (Cynara cardunculus) και το νέο ενδημικό είδος Cynara makrisii.
Το γένος Cynara συμπεριλαμβάνει 11 είδη, 3 από τα οποία συναντώνται στην Κύπρο. Χαρακτηρίζεται από πολυετή ποώδη φυτά που μπορούν να φτάσουν σε ύψος μέχρι και το 1,5 μέτρο, με κυρτά και ακανθώδη φύλλα. Τα άνθη αναπτύσσονται σε κωνικά κεφάλια στην άκρη ενός όρθιου διακλαδιζόμενου στελέχους στο κέντρο του φυτού, ενώ περιβάλλονται από βράκτια τα οποία μπορεί να είναι ακανθώδη.
Στην Κύπρο, ως αγριαγκινάρα χαρακτηρίζεται το είδος Cynara cornigera, το οποίο παρουσιάζει μικρότερα και πιο ακανθωτά φύλλα τα οποία απλώνονται στο έδαφος, τα κεφάλια είναι πολύ μικρότερα και τα άνθη είναι λευκού ή πολύ αχνού ροζ χρώματος. Το είδος χαρακτηρίζεται ως αυτοφυές στην Κύπρο, με ευρεία εξάπλωση σχεδόν σε ολόκληρο το νησί, σε πετρώδη εδάφη κυρίως με θαμνώδη βλάστηση και σε υψόμετρο μέχρι και τα 300 μέτρα.
Η αγριαγκινάρα μπορεί να καταναλωθεί ωμή, βραστή με διάφορα όσπρια ή και τηγανητή, ενώ σε διάφορες νησιωτικές περιοχές της Ελλάδας, τα κεφάλια τοποθετούνται συχνότερα σε άλμη και σπανιότερα σε ξύδι.
Οι γνωστές χωστές, με το λατινικό όνομα Cynara cardunculus, μπορούν να φτάσουν σε ύψος μέχρι και το 1 μέτρο και σε έναν βλαστό μπορεί να παρατηρηθούν σε διακλαδώσεις περισσότερες από μια ανθοκεφαλές που παρουσιάζουν ισομήκη, σωληνοειδή ανθίδια γαλάζιου – μωβ χρώματος και ανθίζουν από τον Απρίλιο έως και τον Ιούνιο. Στην Κύπρο η εξάπλωση περιορίζεται στα κεντρικά και βόρεια του νησιού σε υψόμετρα μέχρι και 300 μέτρα κυρίως σε ακαλλιέργητα και πετρώδη εδάφη, σε παρυφές δρόμων και σε αγρούς.
Από το 1997, κοντά στο εγκαταλειμμένο χωριό Βρέτσια της Πάφου εντοπίστηκε ένα νέο είδος άγριας αγκινάρας από τον Χριστόδουλο Μακρή. Αρχικά το είδος αυτό λανθασμένα θεωρήθηκε ως Cynara cardunculus, αλλά μετά από ενδελεχή μελέτη του φυτού, παρατηρήθηκαν αξιοσημείωτες ομοιότητες και διαφορές με όλα τα γνωστά είδη του γένους Cynara, με αποτέλεσμα να προταθεί χαρακτηρισμός του εν λόγω φυτού ως νέο είδος, το Cynara makrisii.
Οι αγκινάρες γενικότερα χαρακτηρίζονται ως εξαιρετική τροφή αφού περιέχουν 84% νερό, 3% πρωτεΐνες, 11% υδατάνθρακες και λιγότερο από 1% λιπαρά οξέα, ενώ αποτελούν πλούσια πηγή ασβεστίου και πολλών βιταμινών, όπως η Α, Β1, και η C. Πέραν της διατροφικής τους αξίας, οι αγκινάρες παρουσιάζουν και ιδιαίτερες φαρμακευτικές ιδιότητες ως αποτοξινωτικά του ήπατος, κατά του ίκτερου και της δυσπεψίας και έχουν χρησιμοποιηθεί ως διουρητικά, κατά της αναιμίας, του διαβήτη και διαφόρων δερματικών προβλημάτων.
Έρευνα-Παρουσίαση:
Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι,
Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού