Η Μοσφιλιά (Crataegus azarolus) αποτελεί θαμνώδες φυτό της οικογένειας των Ροδίδων. Είναι ιθαγενές φυτό της Μεσογείου και αποτελεί το βασικό συστατικό στοιχείο του τύπου οικοτόπων «Θερμομεσογειακές και προερημικές λόχμες» της ευρωπαϊκής Οδηγίας για τους Οικότοπους που συναντώνται στο νησί μας [1,2,3,4].

Τι πραγματικά γνωρίζουμε, όμως, γι’ αυτό το όμορφο αυτοφυές φυτό του τόπου μας;

Το φυτό αυτό εμφανίζεται κυρίως ως πυκνός ακανθώδης και φυλλοβόλος θάμνος που μπορεί, όμως, να φτάσει σε ύψος τα 8-10m και να έχει την μορφή μικρού δέντρου. Τα φύλλα έχουν έντονο πράσινο χρώμα και μπορεί να εμφανίζουν λεπτό τρίχωμα ενώ τα άνθη εμφανίζονται την περίοδο Μάρτιο – Μάιο, είναι μικρά, λευκού χρώματος και με έντονο άρωμα. Ο χαρακτηριστικός εδώδιμος καρπός εμφανίζεται κατά τον Σεπτέμβριο και είναι μικρός, σφαιρικός με κίτρινο χρώμα και κόκκινες αποχρώσεις κατά την πλήρη ωρίμανση [1,2,3,4].

Η Μοσφιλιά αποτελεί διαδεδομένο φυτό στη μεσογειακή λεκάνη και συναντάται σε βραχώδεις και απόκρημνες πλαγιές, αγρούς και κατά μήκος των δρόμων.

Στην Κύπρο, αποτελεί χαρακτηριστικό δέντρο του αγροτικού τοπίου και είναι το μόνο αυτοφυές της περιοχής της Μεσαορίας [2]. Παρόλο που το όνομα Μοσφιλιά αποτελεί την κυπριακή  ονομασία του συγκεκριμένου φυτού, εντούτοις προέρχεται από την αρχαία ελληνική, αφού σε συγγράμματα του αρχαίου Διοσκουρίδη εντοπίζεται περιγραφή του εν λόγω φυτού και του δίνεται το όνομα Μεσπιλιά. Σύμφωνα με τον αρχαίο συγγραφέα, το φυτό «…καρπόν φέρει μικρόν, όμοιον του μήλου. Έχει στο εσωτερικό του τρία κουκούτσια και γι’ αυτό συχνά το ονομάζουν και τρίκοκκο…». Από την τελευταία λέξη προέρχεται η ονομασία Τρικόκκια ή Τρικουκκιά, όπως διαφορετικά ονομάζεται η  Μοσφιλιά σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας. Παλαιότερα, το φυτό φαίνεται να αφθονούσε ιδιαίτερα σε αρκετές περιοχές της Κύπρου.

Στο γεγονός αυτό αποδίδεται η ονομασία των τριών χωριών Μοσίλι. Μοσφιλωτή και Μοσφιλερή, αλλά και αρκετών τοπωνυμίων  σε διαφορετικά χωριά της Κύπρου [2,3].

Από αρχαιοτάτων χρόνων, το ξύλο του φυτού χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή αρότρων, αφού είναι ιδιαίτερα σκληρό και ανθεκτικό στη σήψη ενώ ολόκληρο το φυτό χρησιμοποιήθηκε ως υποκείμενο για τον εμβολιασμό πολλών οπωροφόρων δέντρων, όπως, π.χ., της αχλαδιάς.  Οι εδώδιμοι καρποί αποτελούν σημαντική τροφή για την άγρια πανίδα όπως το αγρινό και οι φρουτονυχτερίδες ενώ παλαιότερα, αρκετοί βοσκοί αξιοποιούσαν τους καρπούς και τα φύλλα του φυτού για σίτιση των ζώων τους. Τέλος,   ακόμη και σήμερα, οι καρποί της μοσφιλιάς χρησιμοποιούνται ευρέως από τις Κύπριες οικοκυρές για την παρασκευή πολύ εύγευστης μαρμελάδας [2,3]. 

Επιπρόσθετα, το φυτό φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερες φαρμακευτικές και ευεργετικές ιδιότητες που σχετίζονται με την υγεία του καρδιαγγειακού συστήματος, γεγονός που ήταν γνωστό ακόμη και στον 17ο αιώνα όπου ο Άγγλος βοτανοθεραπευτής Νίκολα Κάλπερερ αρθρογραφούσε για την ευεργετική αξία του φυτού. Συγκεκριμένα, τα βιοφλαβονοειδή που περιέχονται στους καρπούς του φυτού χαλαρώνουν και διαστέλλουν τις αρτηρίες, αυξάνοντας έτσι τη ροή του αίματος στους καρδιακούς μυς και μειώνοντας τα συμπτώματα στηθάγχης. Επίσης, η ισχυρή αντιοξειδωτική δράση των βιοφλαβονοειδων βοηθά στην πρόληψη και μείωση του εκφυλισμού των αιμοφόρων αγγείων, βελτιώνοντας έτσι την υγεία του κυκλοφορικού μας συστήματος [2,3,4].

Τα τελευταία χρόνια, οι αριθμοί του φυτού στην Κύπρο παρουσίασαν πτώση γεγονός που οφείλεται στην εκχέρσωση για δημιουργία καλλιεργήσιμης γης, σε πυρκαγιές καθώς και στην αυξημένη υλοτομία αφού το ξύλο του φυτού αποτελεί πολύ καλό καυσόξυλο. Για τον λόγο αυτό, η μοσφιλιά συμπεριλαμβάνεται στη Δασική Νομοθεσία και η υλοτομία επιτυγχάνεται μόνο με εξουσιοδότηση από το Τμήμα Δασών [2]. Επίσης, μεγάλες εκτάσεις του οικοτόπου στον οποίο συμπεριλαμβάνεται το φυτό περιλαμβάνονται στο Δίκτυο Natura 2000, υποχρεώνοντας την Κύπρο στην εκπόνηση και υλοποίηση διαχειριστικών σχεδίων για διατήρηση της καλής κατάστασης του οικοτόπου. Ας συμβάλουμε όλοι στην προστασία του οικοτόπου και κατ’ επέκταση της μοσφιλιάς, για να μπορούμε να χαιρόμαστε και στο μέλλον τις χρήσιμες και ευεργετικές ιδιότητες του φυτού.     

 

Έρευνα-Παρουσίαση:

Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι,

Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού