Ο γύπας ο πυρόχρους ή όρνεο, όπως αλλιώς λέγεται, ήταν για τους αρχαίους Έλληνες ο θεϊκός υπηρέτης που μετέφερε τις ανθρώπινες ψυχές στο μακρινό σύμπαν. Είναι το μεγαλύτερο πουλί του τόπου μας, με άνοιγμα φτερούγων γύρω στα δυόμιση μέτρα. Ο γύπας, ως πτωματοφάγο ζώο, παίζει σπουδαίο ρόλο στην ανακύκλωση της οργανικής ύλης, κατέχοντας τον ρόλο του «καθαριστή της υπαίθρου». Αυτό το επιβλητικό πουλί είναι πολύ κοινωνικό και φωλιάζει κατά ομάδες σε απότομους γκρεμούς.
Γεννά μέσα Ιανουαρίου με αρχές Μαρτίου ένα άσπρο αβγό σε μέγεθος πορτοκαλιού, που το κλωσούν και τα δύο φύλα για 54 περίπου μέρες. Τα μικρά, μέχρι να εγκαταλείψουν τη φωλιά τους μετά από 115 μέρες, τρέφονται και από τους δύο γονείς [1].
Ο γύπας, για τον εντοπισμό της τροφής του στηρίζεται στην ισχυρή του όραση ή στις κινήσεις άλλων πουλιών που τρώνε και αυτά πτώματα, όπως καρακάξες, κόρακες και κοράζινοι.
Τα τελευταία 20 χρόνια ο πληθυσμός του Γύπα στην Κύπρο έχει μειωθεί δραματικά, κυρίως λόγω δηλητηριάσεων, με αποτέλεσμα να απειλείται άμεσα με εξαφάνιση.
Οι αρμόδιες υπηρεσίες στην Κύπρο (Ταμείο Θήρας, Τμήμα Δασών), μαζί με τον Πτηνολογικό Σύνδεσμο, εφάρμοσαν το Έργο «Γύπας» με σκοπό την ενίσχυση του πληθυσμού της Κύπρου. Στα πλαίσια του έργου έγινε εισαγωγή 25 γυπών από την Κρήτη, οι οποίοι στεγάστηκαν αρχικά σε ειδικούς κλωβούς και σήμερα δεσπόζουν στους κυπριακούς ουρανούς.
Έρευνα-Παρουσίαση:
Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι, Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού