Του Μιχάλη Πουργουρίδη

Σ’ αυτό το αυτοκίνητο μπήκαμε, ή καλύτερα «φορτωθήκαμε», εκείνο το πρωινό της 14ης Αυγούστου 1974.
Δεν θυμάμαι πόσα άτομα (γυναικόπαιδα) ήμασταν μέσα.   
Κάποτε που «μας» μετράω, «μας» βρίσκω οκτώ και κάποιες άλλες φορές μας βρίσκω δώδεκα!

Θυμάμαι ότι στον δρόμο, εκεί στο Κάτω Βαρώσι, ο ήλιος χάραζε, ήταν γύρω στις 6 το πρωί και το πράσινο FORD CORTINA με νούμερα εγγραφής ΕF 579 ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι, χωρίς επιστροφή.

Θυμάμαι ότι οδηγούσε η μάνα μου, και οι πατεράδες μας έλειπαν. Άλλοι στον στρατό, άλλοι βοηθούσαν οικογένειες συγγενικές μας να διαφύγουν κι αυτές κι άλλοι έμειναν πίσω για να φύγουν με άλλη ευκαιρία.

Ο πατέρας μου οδηγούσε το αυτοκίνητο του θείου μου, ένα Hilman Hunter με αριθμούς εγγραφής GZ 735, η θεία μου το δικό τους αυτοκίνητο ΒQ 72 και η άλλη θεία μου το Volvo CP 362.

Θυμάμαι ότι ξημέρωνε άλλη μια ζεστή και καυτή από κάθε άποψη, μέρα του Αυγούστου. Εγώ φορούσα τις καλοκαιρινές μου πυτζάμες γιατί έτσι όπως μας ξύπνησε η μάνα μου, μπήκαμε κατευθείαν στο αυτοκίνητο.
Θυμάμαι, επίσης, λίγα λεπτά πριν φύγουμε να παίρνει ένα λευκό σεντόνι, να το απλώνει στο κρεβάτι και να «ρίχνει» μέσα του, κάποια ρούχα και τα χρυσαφικά της.
Σε δύο τσάντες του μπακάλη, έβαλε για μένα και τον αδερφό μου από μια «αλλαξιά».
Η ίδια έφυγε με το φουστάνι που φορούσε χωρίς να πάρει δεύτερο.
Το φυλάει ακόμα. Μου το έδειξε πριν από λίγες μέρες.

Πήγαμε στο Λιοπέτρι. Ήταν ο πρώτος μας σταθμός. Συγγενικό σπίτι της θείας μου ήταν το πατρικό του ήρωα της ΕΟΚΑ, Μόδεστου Παντελή. Είμαστε 4-5 οικογένειες μαζί με τους παππούδες μου και τις γιαγιάδες μου.
Εννοείται ότι κοιμηθήκαμε όπου βρήκαμε και ειδικά για μας τα παιδιά, έστρωσαν παπλώματα και ξαπλώσαμε κάτω στο πάτωμα.
Την επόμενη μέρα το πρωί χτυπούσαν οι καμπάνες.
Ήταν 15 Αυγούστου. Της Παναγίας.
Βάζαμε τον σταυρό μας και προσευχόμασταν να «βοηθήσει» η Μεγαλόχαρη να γυρίσουμε στα σπίτια μας.

Η μάνα μου θυμάται ότι από τους δρόμους του Λιοπετριού περνούσαν στρατιώτες και φώναζαν στον κόσμο να μην κυκλοφορεί γιατί όπου να ‘ναι φτάνουν τα ελληνικά αεροπλάνα!

Εν τω μεταξύ άρχισαν να καταφθάνουν και στο Λιοπέτρι, αλλά και σε όλη την περιοχή των Κοκκινοχωριών, κόσμος πολύς από την περιοχή της Μεσαορίας, που έφευγαν κι αυτοί από τα σπίτια τους.
Ο κόσμος τους υποδεχόταν και τους έδινε ό,τι είχε. Καρπούζια, χαλούμια, ψωμιά, πεπόνια, ντομάτες, πατάτες.
Στο Λιοπέτρι μείναμε δύο βράδια.

Επόμενος σταθμός μας ήταν ένα περβόλι στην Ορμήδεια. «Στέγη» μας οι πορτοκαλιές και οι λεμονιές. Κάποιοι από μας κοιμόντουσαν σε βεράντες σπιτιών, που ήταν εκεί κοντά. Άρχισε και η διανομή ψωμιού, κουβερτών, πόλιπιφ, και ό,τι άλλο έστελνε ο Ερυθρός Σταυρός.
Ήμασταν ήδη πρόσφυγες.
Δεν είχαμε πάρει επίσημα τον τίτλο, ούτε είχαμε βγάλει προσφυγικές ταυτότητες αλλά ήμασταν ήδη.

Κάτω από τις πορτοκαλιές μείναμε 8 βράδια. Κάποιος μας είπε, κάπου ακούσαμε, ότι στην Επισκοπή στην Λεμεσό υπάρχουν κρεβάτια σε σχολεία που διαμορφώθηκαν κατάλληλα και μπορούμε να πάμε να μείνουμε εκεί.

Βρεθήκαμε, λοιπόν, στη Λεμεσό. Μείναμε σε κάποιο Τουρκοκυπριακό σχολείο, στο οποίο η κάθε τάξη του ήταν γεμάτη κρεβάτια για τους πρόσφυγες. «Κοιμηθήκαμε» ένα βράδυ γιατί τα στρώματα ήταν γεμάτα κοριούς και ψύλλους. Από τα τσιμπήματα δεν «κλείσαμε μάτι».

Ύστερα μας φιλοξένησε για ένα βράδυ κάποιος φίλος και συνεργάτης από την δουλειά του θείου μου. Ύστερα μας πήραν σε ένα σπίτι που νοικιαζόταν στην οδό Σουλίου 24, στην περιοχή του Άη Γιάννη, στη Λεμεσό, και μέναμε 4 οικογένειες. Μια οικογένεια στο ένα υπνοδωμάτιο, η άλλη στο άλλο, στο σαλόνι και στην τραπεζαρία. Ήμασταν στα τέλη Αυγούστου. 

Έπρεπε κάπου να μείνουμε και να αρχίσουμε πλέον να προσαρμοζόμαστε στα νέα δεδομένα. Εμείς να πάμε σχολείο, και ο πατέρας μας να ξεκινήσει ως καθηγητής στον πρώτο του διορισμό στην προσφυγιά. Διορίστηκε στην Λάρνακα.

Στην πορεία αλλάξαμε 6 σπίτια, από το ένα στο άλλο, μετακομίσεις και κουβαλήματα.
Τελειώσαμε το Δημοτικό, το Γυμνάσιο, το Πανεπιστήμιο, στην προσφυγιά.
Θυμάμαι τον πατέρα μου να κατασκευάζει ο ίδιος τα έπιπλα και τα κρεβάτια του σπιτιού μας. Τις καρέκλες, τα τραπέζια, τα σκαμπό και να τον βοηθώ κι εγώ.

Κάθε τόσο ακούγαμε ότι θα πάμε στο Βαρώσι. Συνομιλίες, μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, δείκτες, ιδέες, χάρτες. Οι παππούδες μου, οι γιαγιάδες μου και δύο θείοι μου πέθαναν στη προσφυγιά.
Μέχρι σήμερα η προσφυγιά είναι μια θηλιά που την έχουμε στον λαιμό μας.
Φέτος φτάσαμε στα πενήντα χρόνια στη προσφυγιά.

«Σε ποια πέτρα σε πιο χώμα να ριζώσεις τώρα πια κι απ’ τον θάνατο ακόμα πιο πικρή είσαι προσφυγιά».
Αυτούς τους στίχους είχε γράψει ο Πυθαγόρας στον δίσκο «Μικρά Ασία» που μελοποίησε ο Απόστολος Καλδάρας και δυστυχώς ισχύουν μέχρι και σήμερα.

«Και μεις πουλιά που διώξαν μας τον Αύγουστο οι εχθροί σου, να ξέρεις θα γυρίζουμε πιστοί στη άνοιξη σου».
Έγραψε η Νίκη Κατσαούνη στην δική της Αμμόχωστο αλλά και την δική μας. Αυτήν που μελοποίησε ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης.
Γιατί αυτή είναι η Αμμόχωστος. «Ολόδροση πως μύριζες τις πρώτες τις ψιχάλες. Σφάλιξε, κλείσε δίπλωσε, παράπονο στα χείλη, χώσου στην άμμο Αμμόχωστος σαν σπάνιο κοχύλι.

Τέλος, ο πατέρας μου, με τον στίχο του στα «Ματσικόριδα» δίνει την δική του εκδοχή, με προσμονή κι ελπίδα.

«Τα ματσικόριδα θωρώ, θυμούμαι τα δικά μου
Τζιαί άμα τα μυρίζουμε ραΐζει η καρκιά μου
Άμα εννά πάω έσσω μου, πρώτα εννά τα γυρέψω
Τζιαί αν δεν τα έβρω να βλαστούν, άλλα εννά φυτέψω».

Ό,τι και να γράψουμε, ό,τι και να πούμε η ουσία είναι ότι είμαστε ακόμα στην προσφυγιά.
Ο πρόσφυγας είναι πάντα πρόσφυγας.
Ελπίζουμε, προσευχόμαστε, αλλά φέτος τα πενήντα χρόνια είναι αβάσταχτα.
Έτσι τα νιώθω εγώ.
Οι ελπίδες εξανεμίστηκαν.

Τα λάθη που έγιναν από την πλευρά μας ήταν και είναι πολλά. Έχουμε να κάνουμε με την Τουρκία. Με μια χώρα, της οποίας η ηγεσία όχι μόνον είναι αδιάλλακτη αλλά στη σκακιέρα του πολιτικού χάρτη κάνει ότι θέλει. Ούτε ψηφίσματα την συγκινούν ούτε αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών.

Φέτος είναι η μόνη φορά που νιώθω ότι δεν γίνονται θαύματα. Από την μια έχουμε την Τουρκία, που την χαρακτηρίζουν η αδιαλλαξία, η συνεχής τάση για επέκταση των συνόρων της σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, και από την άλλη έχουμε τη δική μας ανικανότητα.

Κάθε χρόνο, αυτή τη μέρα, επισκέπτομαι τους γονείς μου, τους αγκαλιάζω, τους φιλώ και τους λέω «σήμερα είναι η μέρα μας». Ίσως μέχρι τώρα, είναι η μέρα που άλλαξε τα πάντα στη ζωή μας. Περισσότερο όμως την ζωή τους κι ακόμα πιο πολύ την ζωή των γονιών τους που πέθαναν σε ξένο τόπο. Στην προσφυγιά. Μακριά από τα σπίτια τους. Δεν το λέω με παράπονο γιατί σίγουρα πολλοί συμπατριώτες μας χάθηκαν, αγνοούνται ήταν εγκλωβισμένοι, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Αυτοί κι αν έζησαν και βίωσαν το πιο άσχημο πρόσωπο του πολέμου.

Φύγαμε από το σπίτι μας ξημερώματα 14ης Αυγούστου 1974.
Σαν σήμερα.
Πριν φύγουμε, με τον αδελφό μου κλειδώσαμε τα καινούρια ποδηλατάκια που μας είχαν αγοράσει οι γονείς μας, για το καλοκαίρι.
Εγώ ήμουν 11 και ο αδερφός μου 6.
Ο πατέρας μου το 1974 ήταν 36 χρονών και η μάνα μου 35.
Δημιουργημένοι, με το σπίτι μας, τη γειτονιά, τους συγγενείς, τους συμμαθητές, τους φίλους μας.
Στην πιο όμορφη πόλη του κόσμου.

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6